Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Λουίς ντε Γκίντος δήλωσε σήμερα ότι ο αυξανόμενος πληθωρισμός θα συνεχίσει να έχει αντίκτυπο στην ΕΕ, αλλά η οικονομία της Ένωσης δεν θα εισέλθει σε ύφεση εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

«Ο πληθωρισμός ήταν ήδη υψηλός και θα αυξηθεί κι άλλο… αλλά δεν θα εισέλθουμε σε ύφεση», δήλωσε ο Ντε Γκίντος σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ισπανικό τηλεοπτικό δίκτυο Antena 3. «Ακόμη και στο χειρότερο σενάριο που έχουμε, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν πρόκειται να εισέλθει σε ύφεση», διαβεβαίωσε.

Ερωτηθείς εάν αυτό θα μπορούσε να αλλάξει ανάλογα με το πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος, ο Ντε Γκίντος είπε ότι ήταν «πολύ δύσκολη» μια πρόβλεψη και ότι μόνο εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν βάσει της εξέλιξης των τιμών των πρώτων υλών.

Η ΕΚΤ προέβλεψε την περασμένη εβδομάδα ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ευρωζώνης θα είναι χαμηλότερος κατά 0,5% φέτος σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά θα συνεχίσει να βρίσκεται στο 3,7% και στο 2,8% το 2023.

Ωστόσο, ο πληθωρισμός υπολογίζεται κατά μέσο όρο στο 5,1% το 2022 (πολύ πάνω από τον στόχο του 2%) και εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 2,1% το 2023, σύμφωνα με την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ο πόλεμος κλιμακώνει σοβαρά την επισιτιστική ανασφάλεια παγκοσμίως

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανοίγει, μεταξύ άλλων, μια τεράστια πληγή με ανυπολόγιστες ζημιές στο θέμα της επάρκειας τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεκάδες χώρες εξαρτώνται από τη Ρωσία και την Ουκρανία για την επάρκεια, καθώς είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς βασικών αγροτικών προϊόντων όπως σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, ηλιέλαιο.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ρεπορτάζ που μετέδωσε η ΕΡΤ οι δύο χώρες καλύπτουν το 35% των παγκόσμιων αναγκών σε σιτηρά, το 52% σε ηλιέλαιο αλλά και το 40% σε λιπάσματα, απαραίτητα για την αγροτική παραγωγή.

Τουλάχιστον 50 χώρες του κόσμου εξαρτώνται σε ποσοστό άνω του 30% από τις δυο αυτές χώρες για την επάρκεια τους σε σιτηρά. Αμεσότερο ζήτημα διατροφικής ασφάλειας αντιμετωπίζουν οι χώρες τη βόρειας και της υποσαχάριας Αφρικής (Ερυθραία, Κονγκό, Ρουάντα, Καζακστάν) γιατί εκεί δεν μπορεί να φθάσει επαρκής ανθρωπιστική βοήθεια σε τρόφιμα. Όσον αφορά στην Ελλάδα, η εξάρτησή της από τις ρωσο-ουκρανικές εισαγωγές τροφίμων αγγίζει το 27%, ενώ στην Κύπρο στο 28%.

Η διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας συστήνει στις χώρες να αναζητήσουν άμεσα εναλλακτικούς παρόχους τροφίμων και να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή τους.

Προς στιγμήν φαίνεται ότι το πρόβλημα επάρκειας τροφίμων μπορεί να αντιμετωπιστεί, όμως με αρκετά υψηλότερες τιμές. Συγκεκριμένα, για την περίοδο 2022-2023 αναμένεται αύξηση από 8%, στο καλό σενάριο γρήγορου τερματισμού και μέχρι 22% επό των ήδη αυξημένων τιμών. Αν πάντως συνεχιστεί αυτή η πολεμική σύρραξη αναμένεται αύξηση του πληθυσμού που υποσιτίζεται απο 8-13 εκατομμύρια κυρίως σε Ασία, υποσαχάρια Αφρική, Μέση Ανατολή και βόρεια Αφρική.