Υψηλά ποσοστά κατάθλιψης και ακόμη υψηλότερα ποσοστά σε αυτοκτονίες σε σχέση με το γενικό πληθυσμό της χώρας, παρουσιάζονται σε ευάλωτες ομάδες που μένουν στη Θεσσαλονίκη.

Συγκεκριμένα στις ομάδες αυτές τα ποσοστά κατάθλιψης είναι πενταπλάσια και τα ποσοστά σε αυτοκτονίες δεκαπλάσια απ΄ ό,τι στο γενικό πληθυσμό.

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από εργασια του επίκουρου καθηγητή ψυχιατρικής στο ΑΠΘ, Κωνσταντίνου Φουντουλάκη, στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Νευροβιολογίας και Ψυχοφαρμακολογίας, το οποίο διεξάγεται στη συμπρωτεύουσα.

Η πλειονότητα των 800 ατόμων που εξετάστηκαν στην έρευνα ήταν άνεργοι, ενώ από τις μονογονεϊκές οικογένειες το 75% ήταν γυναίκες χαμηλού εισοδήματος και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.

Στόχος της ψηφιακής πλατφόρμας που δημιουργήθηκε, η οποία δεν τέθηκε ακόμη σε εφαρμογή από το δήμο Θεσσαλονίκη, ήταν η καταγραφή των ατόμων, τα οποία ανήκουν στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, σε ένα ψηφιακό σύστημα στο οποίο θα έχει πρόσβαση ο κάθε αρμόδιος προκειμένου να αναλάβει μια στοχευμένη δράση.

Το ποσοστό αυτοκτονιών στην Ελλάδα ανέρχεται στις 5/ 100.00 πληθυσμού δηλαδή στις 600 το χρόνο. Το ποσοστό αυτό μπορεί να θεωρηθεί χαμηλό αν συγκριθεί με το ποσοστό αυτοκτονιών στην Αγγλία και τις ΗΠΑ που ανέρχεται στις 20/100.000 πληθυσμού και στην Ουκρανία που φτάνει στις 100/100.000.

Η συχνότητα εμφάνισης όλων των ψυχικών διαταραχών στο γενικό πληθυσμό ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 25%. Στο ποσοστό αυτό περιλαμβάνεται: 1% σχιζοφρένεια, 1% καταθλιπτική νεύρωση, 3-5% μανιοκατάθλιψη, 6% κατάθλιψη, 2-3% πανικός, 2-3% γενικευμένο άγχος, 5-10% διαταραχές προσωπικότητας.

Όσον αφορά την κατάθλιψη, ο κ Φουντουλάκης επισήμανε ότι είναι μια νόσος που χρήζει θεραπείας και θα πρέπει να διαχωριστεί από τη δυσφορία η οποία παύει να υπάρχει όταν εκλείψει το πρόβλημα που την προκαλεί.