Αν ζούσες στις Πλαταιές κατά το 427 π.Χ. και άκουγες τη φράση «εσύ τι καλό έκανες για τη Σπάρτη;», ήξερες πως θα κατέληγες νεκρός. Αυτός ήταν ο τραγικός επίλογος για μια πόλη το έδαφος της οποίας είχε κηρυχθεί ιερό και απαραβίαστο μετά τη μάχη που έσωσε τον ελληνισμό! Και πράγματι, η αποφασιστική μάχη που δόθηκε στην πεδιάδα των Πλαταιών κατά τον Αύγουστο του 479 π.Χ. αποδυνάμωσε τόσο την περσική εισβολή που έπαψε ουσιαστικά να αποτελεί απειλή.

Οι μικρές Πλαταιές ήταν πια ιερή πόλη για το Κοινό των Ελλήνων, ένας τόπος απαραβίαστος που όλοι ορκίστηκαν να σεβαστούν και να μην επιτεθούν ποτέ εναντίον του.

Οι Πλαταιές είχαν σταθεί εξάλλου στην πρώτη γραμμή των περσικών πολέμων, όταν τα περισσότερα μέλη της βοιωτικής ομοσπονδίας δεν κράτησαν την ίδια στάση.

Το Κοινό των Βοιωτών μετρούσε από το 520 π.Χ., η περσική εισβολή υπονόμευσε ωστόσο τη συνοχή του, καθώς οι περισσότερες πόλεις-κράτη της ομοσπονδίας βρέθηκαν στο εχθρικό στρατόπεδο.

Πλαταιές και Θεσπιές τάχθηκαν πάντως με το μέρος των Ελλήνων και έμελλε μάλιστα η τελευταία μάχη των περσικών πολέμων να δοθεί σε βοιωτικό έδαφος. Η Θήβα περιέπεσε σε πολιτική υποβάθμιση, κάτι που θα φρόντιζε να μην ξεχάσει…

Το προοίμιο της καταστροφής

Τα Μηδικά άφησαν τις Πλαταιές σε πλήρη δόξα. Οι Πλαταιείς φυλούσαν τους τάφους και τα τρόπαια που έστησαν οι νικητές και ήταν επιφορτισμένοι να τιμούν τη μνήμη τους. Δεν κινδύνευαν πια από κανέναν, καθώς οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν υποσχεθεί να τηρήσουν το απαραβίαστο της πόλης.

Και όχι μόνο οι Αθηναίοι, παραδοσιακοί σύμμαχοι των Πλαταιών, αλλά και οι Σπαρτιάτες και οι Κορίνθιοι. Τα χρόνια πέρασαν όμως και οι παλιοί όρκοι τέθηκαν εν αμφιβόλω το 431 π.Χ., όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος που θα έφερνε αντιμέτωπες Αθήνα (Δηλιακή Συμμαχία) και Σπάρτη (Πελοποννησιακή Συμμαχία).

Η πρώτη αυτή φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου (Αρχιδάμειος Πόλεμος) ξεκινά επισήμως με την πρώτη επιθετική ενέργεια που καταγράφεται, την αποτυχημένη επιδρομή των Θηβαίων στις Πλαταιές τον Μάρτιο του 431 π.Χ.

Παρά τον απόλυτο αιφνιδιασμό που πέτυχαν οι Θηβαίοι, που με προδοτική βοήθεια εκ των έσω βρέθηκαν εντός των τειχών της πόλης και ζητούσαν από τους Πλαταιείς να ενταχθούν στη βοιωτική συμμαχία, οι κάτοικοι κέρδισαν χρόνο, προετοίμασαν την αντεπίθεση και απέκρουσαν την εισβολή.

Η σύμμαχος Αθήνα, γνωρίζοντας και τις προθέσεις του σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμου να κινηθεί επιθετικά, εγκατέστησε μόνιμη φρουρά στις Πλαταιές, μεταφέροντας μάλιστα εντός Αττικής όλα τα γυναικόπαιδα της πόλης.

Ο Αρχίδαμος εμφανίστηκε πράγματι στην αττική γη τον Μάιο του 431 π.Χ. και ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες, οι Πλαταιές έμειναν όμως στο απυρόβλητο. Για δύο ολόκληρα χρόνια…

Η πολιορκία που εξάντλησε τις Πλαταιές

Με την Αθήνα αποδεκατισμένη από τον λοιμό και ανίκανη να αντιπαρατεθεί στη Σπάρτη σε χερσαίες επιχειρήσεις, το καλοκαίρι του 429 π.Χ. ο Αρχίδαμος έκρινε πως ήταν η στιγμή να επιτεθεί στις Πλαταιές. Στο πλαίσιο του πολέμου, η άλλοτε ιερή πόλη ήταν τώρα μια ισχυρή εχθρική βάση στη Βοιωτία.

Οι Πλαταιείς διαπραγματεύτηκαν με τους Σπαρτιάτες, στέλνοντας αντιπροσωπεία στον Αρχίδαμο για να του υπενθυμίσουν τους όρκους που είχαν δώσει οι Έλληνες για τα ιερά χώματα που νικήθηκαν οι Πέρσες. Του υπενθύμισαν επίσης ότι οι σύμμαχοί του οι Θηβαίοι είχαν μηδίσει, ενώ αυτοί όχι.

Ο Αρχίδαμος απάντησε απαιτώντας την ουδετερότητα των Πλαταιών στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ξεχνώντας βολικά πως ο άμαχος πληθυσμός της πόλης βρισκόταν στην Αθήνα. Η απαίτησή του δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή, κι έτσι ξεκίνησε η πολιορκία των Πλαταιών.

Για δύο ολόκληρα χρόνια, οι οπλίτες της πόλης και η αθηναϊκή φρουρά αντιστάθηκαν στην πολιορκία. Η ανίσχυρη Αθήνα, κλεισμένη μέσα στα Μακρά Τείχη, δεν μπορούσε να στείλει βοήθεια. Οι Πλαταιές, πόλη-κλειδί για τη Δηλιακή Συμμαχία, δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο.

Το καλοκαίρι του 427 π.Χ. οι Σπαρτιάτες πρότειναν στους πολιορκημένους να παραδοθούν και να δικαστούν από λακεδαιμόνιους δικαστές. «…Αν δέχονταν να δικαστούν απ᾽ αυτούς, τότε θα τιμωρούσαν τους ενόχους, αλλά ότι κανένας δεν θα τιμωρηθεί χωρίς να κριθεί», μας λέει ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του «Ιστορίαι» πως έγινε η διαπραγμάτευση.

«Εσύ τι έκανες για τη Σπάρτη;»

Έτσι και έγινε και μερικές μέρες αργότερα κατέφτασαν πράγματι οι πέντε δικαστές από τη Σπάρτη. Όπως αφηγείται ο Θουκυδίδης, οι Πλαταιείς όρισαν αντιπροσώπους τους στη δίκη τον Αστύμαχο του Ασωπολάου και τον Λάκωνα του Αειμνήστου, τον πρόξενο των Σπαρτιατών στην πόλη.

Όταν έφτασαν όμως οι δικαστές, «δεν διατύπωσαν κανένα κατηγορητήριο, αλλά τους κάλεσαν και τους ρώτησαν τούτο μόνο: αν σ’ όλη την διάρκεια του πολέμου είχαν προσφέρει καμιά υπηρεσία στους Λακεδαιμονίους ή στους συμμάχους τους».

Οι δύο εκπρόσωποι της πόλης θύμισαν ξανά την προσφορά των Πλαταιών στους περσικούς αγώνες. Αλλά και στην ίδια τη Σπάρτη, αφού οι Πλαταιείς είχαν σπεύσει να συνδράμουν στρατιωτικά τους Σπαρτιάτες κατά την εξέγερση των ειλώτων και την πολιορκία της Ιθώμης το 464 π.Χ.

Τον λόγο πήραν μετά οι Θηβαίοι, «από φόβο μήπως με τον λόγο αυτό κλονιστούν οι Λακεδαιμόνιοι», και κατηγόρησαν τους Πλαταιείς για προδοσία του Κοινού των Βοιωτών, επειδή συμμάχησαν με την Αθήνα. Αφού τους κατηγόρησαν και για πολλά ακόμα, κάλεσαν τους συμμάχους τους Λακεδαιμόνιους να μη δείξουν έλεος.

Η δίκη φάνηκε πως ήταν παρωδία. «Λακεδαιμόνιοι», έκαναν κατά τον Θουκυδίδη για τελευταία φορά έκκληση οι Πλαταιείς, «σας παραδώσαμε την πολιτεία μας γιατί σας είχαμε εμπιστοσύνη. Δεν φανταστήκαμε ότι θα μας υποβάλετε σε τέτοιου είδους δίκη αλλά ότι θα μας δικάζατε κατά τρόπο νομιμότερο. Και δεχτήκαμε να μη δικαστούμε παρά μόνο από σας και όχι από άλλους, γιατί πιστεύαμε στην αμεροληψία σας».

Και συνεχίζει ο ιστορικός: «Τώρα, όμως, φοβόμαστε ότι κάναμε διπλό λάθος. Έχομε κάθε λόγο να υποψιαζόμαστε ότι διατρέχομε, στη δίκη αυτή, τον έσχατο κίνδυνο και ότι σεις δεν θα είστε αμερόληπτοι κριτές. Και το συμπεραίνομε από το ότι δεν διατυπώθηκε καμιά κατηγορία στην οποία να πρέπει ν᾽ απαντήσομε».

Οι πέντε δικαστές επανήλθαν και ρωτούσαν τώρα προσωπικά κάθε πολίτη των Πλαταιών τι καλό είχε κάνει για τη Σπάρτη. «Οι Λακεδαιμόνιοι δικαστές θεώρησαν πως ήταν σωστό και δίκαιο ν’ αρκεστούν στο ερώτημά τους, αν δηλαδή στον πόλεμο αυτό οι Πλαταιείς τούς είχαν ωφελήσει σε τίποτε», αφηγείται ο Θουκυδίδης. Ποιος να πει όμως και τι να πει;

Οι δικαστές κατέληξαν μάλιστα πως δεν δεσμεύονται από τους παλιούς όρκους για την προστασία της ιερής γης των Πλαταιών, γιατί οι ίδιοι οι κάτοικοι τους είχαν παραβιάσει βλάπτοντας τη Σπάρτη. Το πεδίο για τη σφαγή ήταν ανοιχτό.

«Τους έφεραν έναν-έναν μπροστά τους και τους ρώτησαν πάλι, αν, στον πόλεμο αυτό είχαν ωφελήσει σε τίποτε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους και όταν απαντούσαν αρνητικά τους έστελναν στην εκτέλεση. Δεν έκαναν καμιά εξαίρεση. Σκότωσαν περισσότερους από διακόσιους Πλαταιείς, είκοσι πέντε Αθηναίους που ήσαν κι αυτοί μέσα στην Πλάταια και τις γυναίκες τις πήραν δούλες», καταλήγει ο Θουκυδίδης.

Στο τέλος «ξεθεμελίωσαν την πόλη και με το υλικό έχτισαν ένα ξενώνα, κοντά στον ναό της Ήρας». Με πρώτες ύλες τα κατεστραμμένα σπίτια και την ισοπεδωμένη πολιτεία.

Στο ερώτημα γιατί αποδείχτηκαν τόσο σκληροί οι Σπαρτιάτες απέναντι στους Πλαταιείς, ο ιστορικός θεωρεί πως «ήθελαν να ευχαριστήσουν τους Θηβαίους, τους οποίους θεωρούσαν πολύ χρήσιμους συμμάχους στον πόλεμο που βρισκόταν, τότε, στην πρώτη του φάση».

«Αυτό ήταν το τέλος της Πλάταιας», βεβαιώνει ο Θουκυδίδης, «ενενήντα τρία χρόνια από τότε που είχε γίνει σύμμαχος των Αθηναίων».

Πότε επέστρεψαν οι Πλαταιείς στην πόλη τους; Μόνο μετά το τέλος του Κορινθιακού Πολέμου! Όταν υπογράφηκε η Ανταλκίδειος Ειρήνη το 387 π.Χ. δηλαδή, μόνο τότε άνοιξε ξανά ο δρόμος για τις Πλαταιές. Σαράντα χρόνια μετά την καταστροφή τους.

Οι περιπέτειες των Πλαταιών δεν θα τέλειωναν όμως εδώ. Η πόλη καταστράφηκε εκ νέου από τους Θηβαίους το 372 π.Χ. και οι Πλαταιείς κατέφυγαν για άλλη μια φορά στην Αττική.

Οριστικά επέστρεψαν στις Πλαταιές μόνο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., όταν Αθηναίοι και Θηβαίοι θα ξεπηδούσαν τώρα σύμμαχοι απέναντι σε μια νέα απειλή, αυτή των Μακεδόνων του Φιλίππου Β’…