Ούτε χρειάζονται, ούτε πρέπει να επιβληθούν νέα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα, καθώς οι αντοχές της κοινωνίας τελειώνουν και της οικονομίας έχουν εξαντληθεί, επισημαίνει ο γ.γ. του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία. Σύμφωνα με τον ίδιο, το μόνο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και κυρίως στη δημόσια διοίκηση.

Σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο γ.γ. του ΟΟΣΑ τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «επιπλέον λιτότητα θα αυξήσει τον πολιτικό και τον κοινωνικό κίνδυνο, ενώ θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες στη δημοσιονομική προσαρμογή που ήδη έχει επιτευχθεί, αλλά και στη βιωσιμότητα του χρέους».

Ερωτηθείς για το κατά πόσο το πρόγραμμα στήριξης στην Ελλάδα ήταν τελικά επιτυχημένο ή όχι απαντά: «To πρόγραμμα που σχεδιάστηκε το 2010 έδωσε έμφαση μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή και απέτυχε στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υψηλότερη επιβάρυνση του δημοσίου χρέους που οδήγησε στην αναδιάρθρωση το 2012. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει με επιτυχία τη δημοσιονομική προσαρμογή και έχει περιορίσει σημαντικά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που αντανακλά μεγάλη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Τώρα κάτι πρέπει να κάνει με το χρέος της και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που θα τονώσουν την ανάπτυξη, θα μειώσουν την ανεργία, θα προσελκύσουν επενδύσεις και θα κάνουν την οικονομία ακόμα πιο ανταγωνιστική».

«Οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν δεν πρέπει να έχουν αρνητική δημοσιονομική επίπτωση ή τουλάχιστον όχι σημαντική. Από την άλλη, η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει όλο το φάσμα των μεταρρυθμίσεων και κυρίως να μεριμνήσει για μια πιο δίκαιη κατανομή του κόστους της κρίσης», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον κ. Γκουρία, «η δημοσιονομική προσαρμογή και οι όποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν με τρόπο που έχει αυξήσει το αίσθημα της αδικίας». Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Οι απολύσεις και η εσωτερική υποτίμηση πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσα από τον ιδιωτικό τομέα, τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους επιχειρηματίες. Ο δημόσιος τομέας θίχτηκε πολύ λιγότερο αν και εκεί έγιναν μεγάλες παρεμβάσεις. Οι αδικίες φαίνονται και από την αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, όπου τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα επλήγησαν περισσότερο από τα μέτρα λιτότητας. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε η αβεβαιότητα από την αποδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας, ενώ οι άνεργοι προήλθαν μόνο από τον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, οι αποδοχές στο Δημόσιο – στα χαμηλότερα κλιμάκια και με χαμηλότερα προσόντα – παραμένουν υψηλότερες από τις αντίστοιχες του ιδιωτικού τομέα, αν και οι αποκλίσεις έχουν περιοριστεί σε σχέση με το 2010. Με άλλα λόγια, το κόστος της προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων πρέπει να μοιραστεί δίκαια στην κοινωνία. Δεν μπορεί να πληρώνουν τη λιτότητα μόνο οι ίδιοι και οι ίδιοι».

Ο κ. Γκουρία, τονίζει ότι «το ενδεχόμενο “κουρέματος” του επίσημου τομέα δεν θα πρέπει να βγει από το τραπέζι», επισημαίνοντας ότι «η προσαρμογή θα ήταν πιο ανώδυνη για όλους αν είχαν προχωρήσει οι μεταρρυθμίσεις».

«Το μισθολογικό κόστος έχει μειωθεί περισσότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί. Όμως, η υψηλή ανεργία και η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας θα επιφέρουν περαιτέρω πιέσεις μισθών χωρίς να αποφασιστούν νέα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά δεν είναι μόνο το μισθολογικό κόστος», τόνισε και επανέλαβε: «Αν εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και περιοριστεί η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία, και εκλείψουν οι στρεβλώσεις στην αγορά, τότε αυτομάτως θα πέσουν οι τιμές και το μοναδιαίο κόστος παραγωγής. Αυτό θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα».