Αν ένα χωριό στο Πήλιο αποτελεί πραγματική έκπληξη για τους επισκέπτες της περιοχής, αυτό σίγουρα είναι οι Πινακάτες. Ένα σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό χωριό στο βουνό των Κενταύρων, το οποίο, ωστόσο, κερδίζει τις εντυπώσεις από την πρώτη κιόλας στιγμή. Συνδυάζοντας ιδανικά την χαρακτηριστική πηλιορείτικη αρχιτεκτονική, με το πλούσιο φυσικό σκηνικό ολόγυρά του και την υπέροχη θέα, αναδεικνύεται σε προορισμό που αξίζει κανείς να ανακαλύψει.

Σε απόσταση μόλις 25 χλμ. ανατολικά του Βόλου, λοιπόν, κρύβεται το μικρό «μεγάλο μυστικό» του Κεντρικού Πηλίου. Ένα χωριό πανέμορφο, γραφικό και αρχοντικό, που αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της τοπικής, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ο λόγος για τις Πινακάτες, που από το 1979 και με προεδρικό διάταγμα έχουν χαρακτηριστεί ως διατηρητέος οικισμός.

Πινακάτες: Το χωριό- έκπληξη στο κεντρικό Πήλιο

Περιποιημένα και καλοδιατηρημένα παλιά αρχοντικά και μικρότερα λαϊκά σπίτια, αλλά εξίσου προσεγμένα, μαζί με τα πέτρινα καλντερίμια και το καταπράσινο φυσικό τοπίο του Πηλίου συνθέτουν την γοητευτική εικόνα του ανέγγιχτου ακόμα από τον μαζικό τουρισμό παραδοσιακού χωριού.

Χτισμένο σε μια κατάφυτη πλαγιά του βουνού των Κενταύρων, διαθέτει όμορφες γωνιές που αξίζει κανείς να εξερευνήσει. Ανάμεσά τους η μικρή πλατεία του χωριού με τον χαρακτηριστικό πλάτανο, όπου δεσπόζει ο ναός του Αγίου Δημητρίου με την εντυπωσιακή μαρμάρινη κρήνη του 1894. Σε αυτή, μάλιστα, στρώνουν τα τραπέζια τους οι παραδοσιακές ταβέρνες του χωριού για να γευτούν οι επισκέπτες τους νόστιμες, τοπικές λιχουδιές.

Στη σκιά των γειτονικών και δημοφιλέστερων Μηλιών και Βυζίτσας, οι Πινακάτες μέχρι το 2000, όταν ανοίχθηκε ο δρόμος για την Βυζίτσα, ήταν προσβάσιμες μόνο μέσω του Αγίου Γεωργίου Νηλειάς, γι’ αυτό και παρέμειναν άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Το όνομα τους οφείλεται στους πρώτους κατοίκους των Πινακάτων, οι οποίοι ονομάζονταν «πινακάς», δηλαδή κατασκευαστής ξύλινων ή πήλινων πιάτων, τα οποία στην τοπική διάλεκτο αποκαλούνταν «πινάκια». Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, οι ρίζες του χωριού φαίνεται να κρατούν από πολύ παλιά, καθώς αναφέρεται ήδη από το 1791 στη «Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδας» ως οικισμός με περίπου 100 σπίτια.