Σε μια εξομολόγηση που ξεχωρίζει για τη τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία της, ο Διονύσης Σαββόπουλος κοιτά πίσω στη μάχη του με τον καρκίνο και την καταγράφει στις σελίδες της αυτοβιογραφίας του, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».

Χωρίς ρητορισμούς ή θεατρικότητα, επιλέγει να μιλήσει απλά, ανθρώπινα και καθαρά, χωρίς να ζητήσει συμπόνια.
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε…»
Η διάγνωση ήρθε στο ξεκίνημα της πανδημίας, άνοιξη του 2020, σε μια σιωπηλή Αθήνα. Όμως ο ίδιος δεν σταμάτησε τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Δεν θέλησε να γίνει είδηση· δεν έδωσε συνεντεύξεις ούτε ανακοινώσεις. Αντιθέτως, συνέχισε «να ζει τη ζωή του», όπως ο ίδιος λέει, με μια βαθιά επιθυμία να μην παραδοθεί στο βάρος της ασθένειας.

«Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ‘ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία».
Η σκιά της ασθένειας και η απόφαση να μην την αφήσει να πέσει πάνω του
Παρά τις θεραπείες και την εύλογη εξάντληση, ο Σαββόπουλος δεν υποχώρησε από τον δημόσιο χώρο. Αντίθετα, καταπιάστηκε με σημαντικά καλλιτεχνικά πρότζεκτ: από συναυλίες για την Επανάσταση του ’21, μέχρι την έκθεση για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που παρουσίασε και στην Κύπρο.
«Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας», γράφει. Όμως αυτή η σκιά επανήλθε πιο βαριά, όταν σε φάση ευάλωτης ανοσίας, προσβλήθηκε από κορωνοϊό.
«Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες… Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό… Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο…»

Μια στιγμή «ντροπής» και λύτρωσης
Στις σελίδες του βιβλίου, η πιο έντονη εικόνα ίσως δεν είναι ιατρική, αλλά βαθιά ανθρώπινη. Είναι η στιγμή που ο γνωστός τραγουδοποιός έρχεται αντιμέτωπος με τη γύμνια του σώματος και της ψυχής του, σε ένα νοσοκομειακό δωμάτιο.
«Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια… Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται!…»
«Ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φύγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε… με σκέπασαν. “Χρόνια Πολλά”, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα.»