Από το 1893, το εστιατόριο Maxim’s στην καρδιά του Παρισιού υποδέχεται στους χώρους του σπουδαίες προσωπικότητες, οι οποίες έχουν δημιουργήσει μια θρυλική ατμόσφαιρα που συντροφεύει την ιστορία του εδώ και δεκαετίες.

Περιβαλλόμενο από κάποια από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Γαλλικής πρωτεύουσας όπως η Place De La Concorde, το Grand Palais, το Ie jardin des Tuileries, η Opéra Garnier, το κέντρο Georges Pompidou, το Λούβρο, ο καθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων, η Pont des arts και η Notre-Dame de Paris, αποτελεί στην κυριολεξία λόγο για να βρεθεί κανείς στην Πόλη του Φωτός.

Το Maxim’s με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκε ως το κορυφαίο σημείο πολιτισμού και τεχνών, στο Παρίσι, ενώ παρέμεινε σταθερό στη θέση του στην οδό Rue Royal 3.

Κατά τη διάρκεια των, περίπου, 130 χρόνων ύπαρξής του, το εστιατόριο αναδείχθηκε σε meeting point για την παγκόσμια ελίτ, ενώ θεωρείται ένα από τα κορυφαία εστιατόρια στον κόσμο και αποτελεί εξαιρετικό γαστρονομικό προορισμό για την πρωτεύουσα της Γαλλίας.

Ένα μπιστρό που εξελίχθηκε σε κορυφαίο εστιατόριο στον κόσμο

Το χαρακτηρισμένο, και επίσημα, ως ιστορικό μνημείο στο Παρίσι, ιδρύθηκε το 1893 από τον Maxime Gaillard και λειτουργούσε αρχικά ως μπιστρό. Όλα θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει στην αρχική τους μορφή, αν δεν είχε προσκληθεί η κωμικός Irma de Montigny, μια καταπληκτική γυναίκα και διάσημη καλλιτέχνιδα της εποχής. Συμφώνησε στην πρόταση του Maxim να εμφανιστεί στο μπιστρό του και έκτοτε όλη η παγκόσμια ελίτ λάτρεψε το εστιατόριο.

Ο επόμενος ιδιοκτήτης του, ο Eugene Cornuché, αναδιαμόρφωσε το χώρο στο μοντέρνο τότε στυλ Art Nouveau, προσθέτοντας ένα πιάνο και φροντίζοντας να είναι γεμάτος ο χώρος πάντα με αιθέριες παρουσίες.

Το 1932 με την άφιξη του Octave Vaudable στη διαχείριση, το Maxim’s άρχισε μια αυστηρή επιλογή του προσωπικού και η εξυπηρέτηση έφτασε σε ένα νέο επίπεδο -σήμερα μόνο άνδρες άνω των 40 ετών με μεγάλη εμπειρία και καλούς τρόπους εργάζονται στη θέση του σερβιτόρου-, ενώ αναδείχθηκε και ως η γαστρονομική καρδιά του Παρισιού.

Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που οι τακτικοί επισκέπτες του Maxim ήταν ο Μαρσέλ Προυστ, ο Τριστάν Μπερνάρντ και ο Ζαν Κοκτώ. Κάποιες πελάτισσες, μάλιστα, ήταν τόσο καλοντυμένες, που ο Κοκτώ τις περιέγραψε ως εξής: «μια συσσώρευση από βελούδο, δαντέλες, κορδέλες, διαμάντια και ό,τι άλλο δεν θα μπορούσα να περιγράψω. Το να γδύσεις μια από αυτές τις γυναίκες είναι σαν μια εκδρομή που απαιτεί προειδοποίηση τριών εβδομάδων, είναι σαν να μετακομίζεις σπίτι».

Το εστιατόριο προστατεύθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από το γεγονός ότι η γερμανική ανώτατη διοίκηση λάτρευε να δειπνεί εκεί -αν και έκλεισε για λίγο μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, ανοίγοντας ξανά το 1946. Και μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη ναζιστική κατοχή στον κατάλογο της ελίτ του εστιατορίου προστέθηκαν και αστέρες του κινηματογράφου.

Το τζετ σετ της δεκαετίας του 1950, συμπεριλαμβανομένων προσωπικοτήτων όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, ο Δούκας του Ουίνδσορ (ο προηγούμενος Εδουάρδος Η΄) και η Ουάλις Σίμπσον, σύχναζαν στο Maxim’s.

Καθώς και διασημότητες της δεκαετίας του 1970, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό -μία φορά, μάλιστα, προκάλεσε σκάνδαλο όταν μπήκε στο εστιατόριο ξυπόλητη, την ώρα που εκεί δειπνούσαν επίσης διασημότητες όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ– αλλά και πιο σύγχρονοι μεταξύ των οποίων οι Τζον Τραβόλτα και Μπάρμπρα Στρέιζαντ.

Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών δεκαετιών υπό τη διεύθυνση του Louis Vaudable, γιου του Octave, το Maxim’s έγινε παγκοσμίως γνωστό ως το πιο διάσημο και ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια στον κόσμο.

Το 1981 ο διεθνούς φήμης σχεδιαστής Pierre Cardin αγόρασε το κτίριο από τους ιδιοκτήτες του, την οικογένεια Vaudable, και το Maxim’s συνεχίζει σήμερα τη λειτουργία του όχι μόνο ως εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας αλλά και ως χώρος για θεατρικές και μουσικές παραστάσεις.

Και μόλις το 2011, η βρετανική Mail Online έγραψε για την επίσκεψη της Lady Gaga στο Maxim’s.

Η παρουσία του στην Τέχνη

Τόσο μεγάλη είναι η κλάση και η φήμη του εστιατορίου, που κατά καιρούς, καθ’ όλη τη διάρκεια των 130 περίπου ετών της ύπαρξής του, έχει εμφανιστεί και σε διάφορα έργα τέχνης.

Ανάμεσα σε αυτά, η τρίτη πράξη της οπερέτας «Η εύθυμη χήρα» του Franz Lehár, η αναφορά στην ταινία «La Grande Illusion» του 1937 και στο «I Predict» του ποπ συγκροτήματος Sparks, ενώ η κωμωδία «La Dame de chez Maxim» του θεατρικού συγγραφέα Georges Feydeau το συμπεριέλαβε ακόμη και στον τίτλο της.

Για τους πιο σύγχρονους, όμως, σινεφίλ η πιο χαρακτηριστική δημόσια εμφάνιση του Maxim είναι στην ταινία του Γούντι Άλεν «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», με πρωταγωνιστές τους Όουεν Γουίλσον, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς και Μαριόν Κοτιγιάρ.

Ωστόσο, και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, έχει αναφερθεί στο Maxim, ακόμη κι αν τα σχόλιά του δεν ήταν και τόσο κολακευτικά. Όμως, μιλάμε για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, οπότε όλα είναι ευπρόσδεκτα! «…Ακόμα και το αυθεντικό Maxim’s στο Παρίσι είναι ένα αρκετά βαρετό μέρος… Η μουσική παίζει δυνατά και οι τιμές είναι υψηλές. Είναι ένα καλό μέρος για να πάθει κανείς πονοκέφαλο», είχε πει χαρακτηριστικά.

Ο εντυπωσιακός Αρτ Νουβό χώρος του θρυλικού εστιατορίου

Το κτίριο, που βρίσκεται στην οδό Royal 3, όπου φιλοξενείται το θρυλικό εστιατόριο είναι από μόνο του αντικείμενο ίντριγκας. Κατασκευασμένο το 1775, πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, ο τελευταίος του όροφος εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει το δημοφιλές τότε μπαρόκ στυλ Λουδοβίκου XV, γνωστό και ως «Βερσαλλίες».

Ο Eugene Konyushe μετέτρεψε το εστιατόριο του Maxim σε ένα αριστούργημα art nouveau ζητώντας βοήθεια από τους καλλιτέχνες της σχολής Ecole de Nancy. Ο μοναδικός συνδυασμός των στυλ των ιστορικών περιόδων διακρίνει αυτό το μνημείο πολιτισμού το οποίο ξεχωρίζει για τον μυστηριώδη φωτισμό, τα πολλά χάλκινα διακοσμητικά στοιχεία, τις κομψές κουρτίνες και τα πολύχρωμα γυαλιά στα παράθυρα.

Το εσωτερικό είναι διακοσμημένο με αγάλματα κοριτσιών με καθαρές φιγούρες και πρόσωπα, ενώ οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με πλούσια διακοσμητικά στοιχεία σε κατακόκκινους, χρυσούς, καφέ και πράσινους τόνους.

Ένας προορισμός υψηλής γαστρονομίας

Και φυσικά το πιο σημαντικό πράγμα στο εστιατόριο είναι η κουζίνα. Με την ανάπτυξη των γαστρονομικών προτιμήσεων, το μενού του εστιατορίου άρχισε να παίρνει τη μορφή ενδυματολογικού κώδικα, ο οποίος διαθέτει τα καλύτερα παραδοσιακά και σύγχρονα πιάτα μαγειρικής.

Στο εστιατόριο Maxim’s, η υψηλή γαστρονομία έχει την τιμητική της, ενώ πιάτα της παραδοσιακής γαλλικής κουζίνας παρουσιάζονται με έναν εκλεπτυσμένο και υψηλών προδιαγραφών τρόπο. Όσοι το επιλέξουν για το δείπνο τους μπορούν να απολαύσουν μια ποικιλία από σούπες βελουτέ, έως και 10 είδη σε ορεκτικά, ψητά, σαλάτες και επιδόρπια.

Μεταξύ άλλων στο μενού του μπορεί να βρει κανείς ορεκτικά όπως τερίνα πάπιας με φουά γκρα και τρούφες, αυγά ορτυκιού ποσέ με χαβιάρι Baeri, φουά γκρα πάπιας κονφί, κουμκουάτ και γλυκοπατάτα, χαβιάρι Baeri, τραγανή σαλάτα με βινεγκρέτ μαύρης τρούφας και κουλί πράσου. Στα κυρίως πιάτα ξεχωρίζουν προτάσεις όπως σιγομαγειρεμένη γλώσσα Albert με βερμούτ, Γαλάζιος αστακός μαγειρεμένος σε μισοαλατισμένο βούτυρο, πράσινα σπαράγγια και σάλτσα καραμέλας ή Φιλέτο καλκάνι με ωμά και μαγειρεμένα λευκά σπαράγγια και χυμό εσπεριδοειδών.

Οι προτάσεις με κρέας στο εστιατόριο Maxim’s περιλαμβάνουν μοσχαρίσιο φιλέτο ψητό με σάλτσα μαύρης τρούφας, «φουντούκια» αρνιού Edouard VII με πουρέ αγκινάρας, κοτόπουλο Bresse μαγειρεμένο σε κατσαρόλα, με πουρέ πατάτας με μαύρη τρούφα και μικρή σαλάτα, η οποία μάλιστα είναι σχεδιασμένη για δύο άτομα.

Στη συνέχεια ακολουθεί μια πιατέλα τυριών με φρέσκα και εκλεπτυσμένα τυριά ή κάποιο από τα πολύ δελεαστικά επιδόρπια από το καροτσάκι με τα γλυκά, όπως τάρτα λεμονιού, μιλφέιγ βατόμουρου, τάρτα μήλου, σοκολατόπιτα, τάρτα βατόμουρου κ.λπ.

Όπως αναμφίβολα θα «απαιτούσε» κάποιος από ένα εστιατόριο του κύρους του Maxim’s, ο αρμόδιος σεφ και η ομάδα του χρησιμοποιούν τα πιο φρέσκα εποχιακά διαθέσιμα υλικά, οπότε θα διαπιστώσετε ότι το μενού αλλάζει ανάλογα με τις εποχές, και ως εκ τούτου τα παραπάνω είναι μόνο ένας οδηγός.

Και αν μιλάμε για τις τιμές, αυτές είναι σίγουρα αρκετά υψηλές. Όπως, άλλωστε, είναι αναμενόμενο από ένα εστιατόριο του κύρους του, το μέσο κόστος του δείπνου για δύο άτομα ανέρχεται, περίπου, στα 300 ευρώ, χωρίς ποτό ή κρασί. Μην ξεχνάτε ότι πρόκειται για το εστιατόριο σημείο αναφοράς της παγκόσμιας ελίτ, ένα μέρος όπου τέτοιες τιμές δικαιολογούνται!