Συνάντησα για πρώτη φορά από κοντά τον Χριστόφορο Κατσαδιώτη στο Μουσείο Μπενάκη, όπου εδώ και λίγες ημέρες έχει στήσει το «Εργαστήρι» του. Ένα εργαστήρι μνημειακό, όπου η τέχνη της χαρακτικής βρίσκει νέα όρια.

Τα έργα του πλαισιώνονται από τα ίδια τα υλικά που τον συγκροτούν, όπως μας λέει και ο ίδιος αποτελούν τον κόσμο του: σημειώσεις, αποκόμματα, φωτογραφίες, αντικείμενα που έχει μαζέψει από τα σκουπίδια – «παράσιτα» της πόλης που ανακυκλώνονται σε χαρακτικά έργα. Μαζί, video και ήχος ολοκληρώνουν μια πρωτότυπη οπτικοακουστική εικαστική εμπειρία.

Μια εμπειρία που αξίζει κανείς να βιώσει και για έναν επιπλέον λόγο: είναι μια καλή ευκαιρία για να γνωρίσει και μια άλλη καλλιτεχνική πλευρά του Χριστόφορου Κατσαδιώτη. Οι περισσότεροι τον ανακάλυψαν με τον πλέον λάθος τρόπο, μέσα από τον βανδαλισμό των έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη από τον ανεξάρτητο πλέον βουλευτή, Νίκο Παπαδόπουλο.

Από τη μια στιγμή στην άλλη, είδε το πρόσωπό του να πρωταγωνιστεί παντού, να δέχεται όλο τον… αφορισμό, ύβρεις και απειλές. Τα έργα του έκαναν τον γύρο των ΜΜΕ και των social media και σχηματίστηκε για εκείνον, το λιγότερο, η εικόνα… του βέβηλου. Ποιος είναι, όμως, πραγματικά ο καλλιτέχνης πίσω από τα έργα;

Photos: Helen Mesadou

Με αφορμή το «Εργαστήρι» του στο Μουσείο Μπενάκη βρεθήκαμε με τον Χριστόφορο Κατσαδιώτη, ο οποίος από την αρχή ξεκαθάρισε ότι μπορώ να τον ρωτήσω ό,τι θέλω, δεν έχει πρόβλημα να απαντήσει σε όλα. Και μας είπε πολλά: για την ιστορία με την Πινακοθήκη, τις απειλές που δέχτηκε, την αστυνομική προστασία, για τη σχέση του με την εκκλησία, για την εικόνα με την Παναγία και το τσιγάρο, αλλά και για την έκθεση στο Μπενάκη και αν είναι για αυτόν μια καλή ευκαρία να μας ξανασυσταθεί.

– Αρχικά, να πούμε πως την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη την προετοιμάζατε εδώ και δύο χρόνια, σωστά;

Οι συνεννοήσεις γίνονταν εδώ και δύο χρόνια. Η προετοιμασία έγινε τις τελευταίες 20 ημέρες, ώστε να τοποθετηθεί το υλικό στη θέση του. Το υλικό που παρουσιάζεται στην έκθεση, το μάζευα ανεξάρτητα από το Μουσείο Μπενάκη. Όπως ο μάγειρας θέλει τα υλικά του για να κάνει μια συνταγή, έτσι και για εμένα αυτά αποτελούν στοιχεία, τα οποία παίρνω για να κάνω μία σύνθεση ενός νέου χαρακτικού.

– Και τι είναι το «Εργαστήρι του Χριστόφορου Κατσαδιώτη». Είναι, θα λέγαμε, ένα μνημειακό εργαστήρι;

Δεν ξέρω αν είναι μνημειακό, αλλά είχε μια θετική ανταπόκριση, ένα ξάφνιασμα του κόσμου. Στο πέρασμα αυτών των χρόνων έχω στήσει δυο τρία εργαστήρια και όλα είχαν την ίδια ατμόσφαιρα και δημιουργούσαν ένα σκηνικό ονειρικό, κάτι το απόκοσμο από ευτελή υλικά.

– Και στο Εργαστήρι στο Μπενάκη υπάρχουν υλικά που έχεις μαζέψει από σκουπίδια, σωστά;

Ναι, φυσικά, μαζεύω πράγματα από τα σκουπίδια. Γίνεται, δηλαδή μία αναγωγή του άχρηστου. Με ενδιαφέρει αυτό που για τον άλλον είναι περιττό, για εμένα να αποτελέσει σημείο έμπνευσης ή ακόμα και να μετατραπεί σε κάτι άλλο.

– Να πάρει μία νέα ζωή;

Ναι, μια νέα χρήση, μια νέα ζωή. Πώς το άχρηστο παίρνει αξία. Πώς το σκουπίδι που για κάποιον έχει τελειώσει η ζωή του, για εμένα να παίρνει αξία. Και είναι κατανοητό αυτό, δεν είμαστε όλοι συμβατοί με ό,τι βλέπουμε. Ο καθένας έχει μια διαφορετική αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Photos: Helen Mesadou

– Αυτό κρύβει κι έναν ρομαντισμό για το πώς βλέπεις τα πράγματα. Εκεί δηλαδή που για κάποιον κλείνει ένας κύκλος ζωής, έρχεσαι εσύ και ανοίγεις έναν νέο κύκλο ζωής.

Ναι, με ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι.

– Αυτό το έκανες πάντα; Από παιδί σού άρεσε να κρατάς ή να μαζεύεις πράγματα που ήταν σκουπίδια ή άχρηστα, δεν είχαν πλέον κάποια αξία;

Όχι, αλλά θυμάμαι πιτσιρικάς έρχονταν οι φίλοι μου και με άφηναν οι γονείς μου να ζωγραφίζουμε στους τοίχους. Θυμάμαι στο σχολείο μάζευα -και τα πήγαινα στην τάξη- κηδειόσημα και χαρτιά από μνημόσυνα, αλλά και διαφημιστικά από μπουζουξίδικα στην Πατησίων.

– Γιατί;

Μου άρεσε πολύ γιατί είχε κάτι το κιτς όλο αυτό το πράγμα: τα μπουζούκια, το σκυλάδικο, οι φάτσες, η ατμόσφαιρα. Ήταν σαν ένα πανηγύρι. Βασικά, είναι και αυτό που έχω στήσει εγώ τώρα στο Μπενάκη: ένα πανηγύρι, όπου είναι ο μικροπωλητής, ο οποίος πουλάει ευτελή υλικά, ευτελή παιχνίδια, ούτε ποιοτικά, ούτε τίποτα. Αλλά παρ’ όλα αυτά τον βλέπουμε να δίνει την ψυχή του για να το πουλήσει: φωνάζει, προσπαθεί να πείσει τον κόσμο για το τίποτα. Αυτό, λοιπόν, με ενδιαφέρει γιατί αυτή είναι και η καθημερινότητά μας. Μπορούμε να τσακωθούμε για το τίποτα.

– Το καρουζέλ -που είναι και στην έκθεση- το έχουμε στο μυαλό μας ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι στα πανηγύρια, ειδικά των παιδικών μας χρόνων.

Σωστά. Στη Γαλλία είναι ακόμα πιο έντονο το καρουζέλ ως λαογραφικό στοιχείο. Εμείς παλαιότερα είχαμε τα μπουλούκια και τον γύρο του θανάτου. Τα πανηγύρια προς τιμήν διάφορων αγίων, όπως της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Βαρβάρας κ.ο.κ., έκλειναν τους δρόμους κι έστηναν οι μικροπωλητές τους πάγκους. Αυτά τα παιχνίδια που πουλάγανε τότε, με ιντριγκάρουν πάρα πολύ, γιατί στην ουσία δεν είναι τίποτα, κι όμως δημιουργούν ένα σκηνικό χαρούμενο, αστείο -όχι γελοίο-, ευχάριστο, όπου όλοι, παιδιά, ηλικιωμένοι, μπαίνουν σε ένα κλίμα γιορτής, το οποίο έχει μία γοητεία για εμένα. Είναι σαν ένα ονειρικό πανηγύρι. Βγαλμένο από το τίποτα κι, όμως, βλέπεις κόσμο από όλες τις τάξεις κοινωνικά, από όλα τα επίπεδα μορφωτικά, και όλο αυτό γίνεται ένα συνονθύλευμα. Ένα σκηνικό όπως στο Μοναστηράκι τις Κυριακές. Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου με πήγαινε στον Σαμψών κι έβλεπα τις παραστάσεις. Είναι κομμάτι της ιστορίας μας ο Σαμφών, τον έχουμε συνδέσει με τα παιδικά μας χρόνια, με τους γονείς μας, μας θυμίζει μια παλαιότερη εποχή, όπως και οι παλιές ελληνικές ταινίες.

– Πάντως, όταν είδα την έκθεση, μου έβγαλε έντονα αυτή τη νοσταλγία.

Ναι, η νοσταλγία του παλιού. Υπάρχει, αυτό. Είναι μια αποτύπωση, σαν ένα ημερολόγιο.

Photos: Helen Mesadou

– Εσύ ως χαρακτήρας, νοσταλγείς γενικότερα; Σε πιάνει συχνά μια νοσταλγία;

Νοσταλγώ μια εποχή καλύτερη. Νοσταλγώ τις δεκαετίες του ’80 και ’90. Νομίζω ότι τότε τα πράγματα ήταν καλύτερα. Και κοινωνικοπολιτικά υπήρχε μια μεγαλύτερη αγνότητα και γενικότερα ήμασταν σε μια άλλη φάση, ούτε κινητά, ουτε ίντερνετ. Ναι, μου άρεσε πιο πολύ. Υπήρχαν τότε και άλλα κινήματα, είχαμε κάπως κατοχυρώσει την ειρήνη, μετά το ’90 πέρασε και η ψυχροπολεμική περίοδος. Γενικά, υπήρχε μια φωτεινότητα. Τώρα, πάλι, ζούμε σκοτεινούς καιρούς, μια μεσαιωνική κατάσταση. Γιατί και αυτό που ζούμε με την Πινακοθήκη δεν είναι μόνο ένα ελληνικό φαινόμενο, είναι παγκόσμιο.

– Άγριο πράγμα αυτό που έζησες με την Πινακοθήκη;

Άγριο όχι τόσο ως προς εμένα και το έργο μου, αλλά ως προς το πολίτευμά μας. Εφόσον χρειάζομαι αστυνομική προστασία για να πω μια διαφορετική άποψη, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ελευθερία έκφρασης και αυτό που συμβαίνει είναι λογοκρισία.

– Και βλέπεις πως όλο αυτό ξεκίνησε από έναν εκπρόσωπο του ελληνικού Κοινοβουλίου. Αυτό δεν το κάνει ακόμη πιο τρομακτικό; Υποτίθεται ότι οι πολιτικοί πρέπει να ποιούν ήθος πολιτικό.

Ναι, βέβαια αντιπροσωπεύει ένα ακροδεξιό κόμμα, η θρησκεία ήταν το πρόσχημα. Δεν ήταν εκεί το θέμα, ήταν όμως ένας τρόπος για να τραβήξει ένα κοινό απαίδευτο, που δεν έχει πατήσει το πόδι του ποτέ στην Πινακοθήκη ή σε οποιαδήποτε άλλη έκθεση. Είναι αυτοί που θεωρούν ότι καλλιτέχνης είναι εκείνος που ζωγραφίζει λουλουδάκια ροζ και καρδούλες, ξεχνώντας ότι ο καλλιτέχνης έχει δουλειά να εικάζει, γι’ αυτό και λέγεται «εικαστικός», να τοποθετεί δηλαδή την άποψή του πάνω σε κάποια θέματα, να εκφράζει τις αγωνίες του, την εποχή του και ό,τι γίνεται γύρω μας: πόλεμοι, καταστροφές, παιδάκια που πεθαίνουν, που πεινάνε. Πώς μπορεί, λοιπόν, η Παναγία σε όλα αυτά να παραμένει με ένα πρόσωπο ανεπηρέαστο, να είναι χαμογελαστή, σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Δεν γίνεται αυτό. Άλλωστε, δεν πήρα μια εικόνα από μία εκκλησία και την καταστρέφω. Πήρα κάτι δικό μου για να εκφράσω την αγωνία του καιρού μου, δηλαδή αυτό που βλέπω γύρω μου. Δεν βλέπω κάτι αισιόδοξο.

– Εσύ γενικά με τη θρησκεία έχεις καμία σχέση;

Καμία σχέση. Έχω αντιπάθεια, όπως και με την αστυνομία.

Με τη θρησκεία ή με την εκκλησία έχεις αντιπάθεια;

Κοίταξε, όταν βρω εκκλησία στην κορφή ενός βουνού, κάπου που να είμαι μόνος μου, μπαίνω μέσα, μου αρέσει, γιατί ηρεμώ ως προς την ενέργεια του χώρου. Μου κάνει καλό, όχι σε σχέση με τον Χριστό ή την Παναγία, αλλά η ενέργεια που υπάρχει από τον τόσο κόσμο που συνήθως, πάει, ηρεμεί κι έμενα τον ίδιο και μπαίνω με κάθε σεβασμό στον χώρο. Με σεβασμό σε ό,τι πιστεύει ο καθένας και ποτέ δεν διανοήθηκα να πειράξω εικόνα, παρόλο που δεν μου λέει κάτι. Σέβομαι απόλυτα το πιστεύω ενός άλλου ανθρώπου.

– Ο τρόπος που αποτυπώνεις τους αγίους στα έργα σου είναι το πώς εσύ αντιλαμβάνεσαι τη μορφή τους;

Όταν πηγαίνω σε μια εκκλησία και βλέπω τους αγίους να φοράνε πολεμικά ρούχα και να έχουνε όπλα, σημαίνει ότι βλέπουνε εχθρούς, είναι ικανοί να σκοτώσουνε. Οι περισσότερες βιογραφίες των αγίων έχουν κάνει εγκλήματα και δεν μπορώ να καταλάβω πώς αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να μεταφέρουν τον λόγο του Θεού, της ειρήνης, της αρμονίας και του αλληλοσεβασμού, όταν είσαι ικανός να σκοτώσεις. Και νιώθω λοιπόν ότι αυτοί οι άνθρωποι με απειλούνε, μου λένε: «Έλα μαζί μας, γιατί αλλιώς θα είσαι αμαρτωλός, θα είσαι με τους κακούς και η θρησκεία λέει ότι θα πας στην αιώνια κόλαση». Δεν είμαι πιστός, αλλά έχω διαβάσει και στο Ευαγγέλιο λέει ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη την υποστήριξη του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Χριστός σέβεται τον εχθρό του και προσεύχεται για αυτόν. Επίσης, λέει ότι ο Χριστός επιθυμεί την ελευθερία του ανθρώπου σε όλα τα επίπεδα. Αυτά αν είχαν εφαρμοστεί στο ελάχιστο από τους ανθρώπους της εκκλησίας, η εκκλησία θα είχε περισσότερους φίλους. Είναι τόσο απλό.

Photos: Helen Mesadou

– Γι’ αυτό σε ρώτησα αν διαχωρίζεις τη θρησκεία από την εκκλησία.

Για εμένα όταν η εκκλησία αντιπροσωπεύει τη θρησκεία, γίνεται λίγο ένα.

– Στο όνομα του Θεού….

Μα στο όνομα του Θεού γίνονται τόσοι πόλεμοι. Ο καθένας με τον δικό του θεό.

– Όταν έγινε το σκηνικό με την Πινακοθήκη, αυτό που σχολίαζαν πολλοί ήταν πως, αν ζούσες σε ένα ισλαμικό κράτος, δεν θα τολμούσες να κάνεις το ίδιο για τον Μωάμεθ. Αυτό πώς το σχολιάζεις;

Είμαι επηρεασμένος από τους Χριστιανούς Ορθόδοξους, διότι γεννήθηκα στην Ελλάδα, είμαι επηρεασμένος από τα ήθη και τα έθιμα της χώρας μου, η ταυτότητά μου μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν υποχρεωτικό να αναγράφει Χριστιανός Ορθόδοξος. Δεν έχω επηρεαστεί από το Ισλάμ, σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι στο Ισλάμ που αντιστέκονται και κάνουν έργα σαν κι εμένα, αλλά τα κρατάνε στα συρτάρια τους. Όπως γνώρισα τους τελευταίους μήνες, από τον Μάρτιο μέχρι τώρα, πολλούς δικούς μας καλλιτέχνες που έχουν χρησιμοποιήσει θρησκευτικές έννοιες στα έργα τους και δεν τα βγάζουνε από τα συρτάρια τους, γιατί φοβούνται. Αυτό το θεωρώ απαράδεκτο, αν δεν μπορείς να υποστηρίξεις τα πιστεύω σου, την έκφρασή σου.

– Το περίμενες ότι θα γινόταν τέτοιος χαμός; Βέβαια μέχρι πριν γίνει ο βανδαλισμός, οι περισσότεροι μπορεί και να μην είχαν ιδέα για την έκθεση στην Πινακοθήκη.

Δεν περίμενα στη ζωή μου ποτέ, ούτε ότι θα ζω στο Παρίσι, ούτε ότι θα παρουσιάζω έργα μου στην Πινακοθήκη, ούτε στο Μπενάκη, ούτε τίποτα από αυτά που έχουν γίνει.

– Αισθάνεσαι ότι το ευρύ κοινό σε γνώρισε με λάθος τρόπο; Και τελικά, είσαι και παρεξηγημένος, γιατί η έκθεση στο Μπενάκη δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για εσένα και με αυτό που είδαμε σε όλη την υπερβολή και από τα ίδια τα Μέσα Ενημέρωσης.

Ναι, δεν με πειράζει καθόλου αν είμαι παρεξηγημένος. Γιατί θεωρώ πως μέσω εμού εδραιώθηκε καλύτερα η ελευθερία της έκφρασης. Και χάρη στη Συραγώ Τσιάρα (σ.σ. Διευθύντρια Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου), με την ημερίδα που έκανε, άνοιξε έναν διάλογο με σκοπό τη ζύμωση ιδεών, με ανθρώπους επιστήμονες που τεκμηρίωναν επιστημονικά τι λένε οι νόμοι και πώς ανταποκρίνονται σε αντίστοιχες περιπτώσεις, παγκοσμίως. Και νομίζω ότι έκανε πάρα πολύ καλό αυτός ο διάλογος.

– Με όποιο κόστος φαντάζομαι, γιατί διάβαζα πως τις πρώτες ημέρες ειδικά, δεχόσουν απίστευτες επιθέσεις.

Ναι, ναι δεχόμουν. Έγινε χαμός. Επίσης, είναι σημαντικό εδώ να πω για τον Άγιο Χριστόφορο που με κατηγόρησαν πολλοί άνθρωποι, πως είναι κυνόμορφος και η σημερινή εκκλησία θεωρεί πως ο Άγιος Χριστόφορος από τη στιγμή που ασπάστηκε τον χριστιανισμό, εκπολιτίστηκε και πλέον δεν έχει τη μορφή σκύλου, αλλά ανθρώπου.

– Ναι, είναι κάτι που κανονικά είναι γνωστό. Προσωπικά το γνώριζα. Ξέρεις, νομίζω ότι παίζει ρόλο και η ημιμάθεια που είναι χειρότερη της αμάθειας, όπως και όλος αυτός ο φανατισμός που υπάρχει στα social media.

Αυτοί οι άνθρωποι που διαμαρτύρονταν δεν έχουν έρθει ποτέ σε καμία έκθεση. Είναι μια μαγνητοταινία που λέει τα ίδια πράγματα: «Αν ήσουν στο Ισλάμ», «Ο Έλληνας φορολογούμενος πληρώνει την Πινακοθήκη». Είναι ένα συγκεκριμένο κοινό αυτό. Είναι ακριβώς το ίδιο κοινό στο οποίο ποντάρει και ο Τραμπ, ο οποίος επίσης μιλάει πολύ για τη Βίβλο, μιλάει για την καθαρότητα της πίστης, για τα σύνορα, για τους μετανάστες.

– Είναι νομίζω και το κοινό που έχει «φόβο Θεού».

Ναι, η εκκλησία δημιουργεί τον φόβο. Δημιουργεί ενοχές και μετά σε καλεί: «Έλα σε εμένα για να συγχωρεθείς, για να μπορέσεις μετά να πας στον παράδεισο». Αυτό είναι ένα παιχνίδι πολύ πετυχημένο, και δομημένο. Η κοινωνία χρειάζεται τη θρησκεία για να κρατάει τη μάζα ενωμένη, να είναι συντονισμένη για να μην ξεφύγει κάποιο «πρόβατο» και χαλάσει η συνταγή. Γιατί πίσω από αυτά είναι εταιρίες, είναι γεωπολιτικά, είναι συμφέροντα ιδιωτών και χωρών ολόκληρων. Βασικά, πολλά πράγματα γίνονται για τον οβολό.

– Για να σε γνωρίσουμε λίγο περισσότερο. Η χαρακτική πότε μπήκε στη ζωή σου;

Μπήκε στα 37 όταν μπήκα στην Καλών Τεχνών. Για 15 χρόνια δούλευα σε ραδιόφωνα, περιοδικά, ως δημοσιογράφος. Η χαρακτική ήταν υποχρεωτικό μάθημα στο πρώτο εξάμηνο και όταν κατάλαβα πόσο μαζοχιστικό είναι και τι χρειάζεται, είπα θα τελειώσω το μάθημα και δεν θέλω να το ξαναδώ μπροστά μου. Τελικά την ερωτεύτηκα.

– Δύσκολη ως τέχνη.

Γι’ αυτό μου αρέσει, μάλλον.

– Πρέπει να έχει και μοναχικότητα, να αποκόβεσαι απ’ όλους όταν είσαι στη διαδικασία της δημιουργίας.

Ναι και αυτό μου αρέσει. Γενικά, είμαι μοναχικός τύπος, δεν θέλω πολλά πολλά.

– Όμως, μοιράζεσαι τη ζωή σου ανάμεσα σε δύο πόλεις πολύβουες, με πολλή φασαρία, με κόσμο: το Παρίσι και την Αθήνα.

Ναι, καταφέρνω να είμαι στη «σπηλιά» μου.

– Είναι εύκολο;

Εντάξει, τα καταφέρνω, γιατί δουλεύω μόνο για εμένα.

– Γυρίζοντας λίγο στην έκθεση στο Μπενάκη. Είναι αυτή μια καλή ευκαιρία να ξανασυστηθείς στον κόσμο; Να γνωρίσει μια άλλη πλευρά σου καλλιτεχνική;

Θα γνωρίσει τη χαρακτική και τι αποτέλεσμα εικαστικό μπορεί να φέρει. Την προέκταση της χαρακτικής: το ράψιμο που κάνω μετά από τα κατεστραμμένα έργα και το animation της. Γιατί ο κόσμος έχει μάθει τη χαρακτική ασπρόμαυρη κι έχει μείνει λίγο σε πιο κλασικά θέματα.

– Υπάρχει και έντονη κίνηση, εκεί που νιώθεις δηλαδή ότι επικρατεί μια σιωπή στα έργα ή στις μορφές, ξαφνικά αισθάνεσαι ότι αυτή η σιωπή αποκτά φωνή κατά κάποιον τρόπο.

Υπάρχει αυτή η δουλειά με τα παζλ και τα κατεστρεμμένα έργα που τα ξανακάνω κάτι άλλο. Υπάρχει το ηχητικό, γιατί συλλέγω ήχους, το μουσικό χαλί για τα animation. Όλα είναι ένα παζλ. Είναι σαν να κοιμόμαστε και να βλέπουμε ένα όνειρο.

– Θα είμαι ειλικρινής. Όταν είδα το έργο σου με την Παναγία και το τσιγάρο, με ενόχλησε ως εικόνα. Μετά, κάθισα να το επεξεργαστώ όλο αυτό και σκέφτηκα: ένας άνθρωπος για να αποτυπώσει σε αυτή τη μορφή το πρόσωπο της Παναγίας, που σου βγάζει μια πραότητα -ακόμα και αν δεν πιστεύεις- μία γλυκύτητα, που ηρεμεί την ψυχή σου, τι έχει μέσα στη δική του την ψυχή; Πώς να νιώθει άραγε; Οπότε σε ρωτάω τώρα.

Και είναι πολύ ωραία ερώτηση. Κοίτα να δεις, φέρνω όσο μπορώ και όσο μου επιτρέπεται -γιατί πραγματικά σέβομαι- την Παναγία ή τον Χριστό, λίγο πρόσωπο με πρόσωπο, δηλαδή «κάτσε κάτω να τα πούμε». Και με έναν φίλο μου κολλητό που θέλω να του πω τα εσώψυχά μου, θα καπνίσουμε και δύο τσιγάρα, που όταν έχεις έναν πόνο, ένα πρόβλημα, το μόνο που σκέφτεσαι είναι να κάνεις δυο τσιγάρα να ηρεμήσεις. Έλα, λοιπόν, να τα πούμε, έλα να πούμε τις αλήθειες μας, έλα να έρθουμε στο ίδιο επίπεδο, εννοώ να είμαστε ειλικρινείς, ας ανοίξουμε τις καρδιές μας με τόση μεγάλη ειλικρίνεια, που θα καπνίσουμε και δύο τσιγάρα. Δηλαδή είναι καλύτερο όταν μπαίνεις μέσα σε ένα ταξί κι έχει «σκυλάδικα» και την Παναγίτσα στον καθρεφτάκι; Ποια είναι δηλαδή η διαφορά; Είναι, λοιπόν, για εμένα ένας τρόπος να φέρω την Παναγία, να της πω τον πόνο μου. Το τσιγάρο σημαίνει ειλικρίνεια, αμεσότητα. Ούτε μαγκιά, ούτε ασέβεια.

– Κι ένα ακόμα σχόλιο που θέλω να κάνω είναι πως, βλέποντας την έκθεση στο Μπενάκη, μου έβγαλες μια απίστευτη παιδικότητα κι έρχεται σε αντιπαραβολή με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί για εσένα, λόγω της Πινακοθήκης.

Η παιδικότητα και τα χρώματα τα απαλά έρχονται να ισορροπήσουν με το άγριο μήνυμα αυτά που γίνονται γύρω μας, τα υπαρξιακά μας, ποιοι είμαστε, πού πάμε, πεθαίνουμε, γιατί γεννήθηκα σε αυτή την οικογένεια και όχι σε άλλη. Αυτά είναι άγρια μηνύματα που εκφράζονται μέσα από το ζωόμορφο, την παραμόρφωση. Και για να το ισορροπήσω, έρχεται ένα γαλάζιο χρώμα ενός παιδικού δωματίου.

– Αν μη τι άλλο ως καλλιτέχνης έχεις εξαιρετικό ενδιαφέρον να σε παρακολουθήσει κανείς και να σε ανακαλύψει.

Ξέρεις τι, είμαι ειλικρινής με εμένα κυρίως, άρα και με τον θεατή. Καταλαβαίνω ότι σε πολλούς δεν αρέσει αυτή η αισθητική και είναι απόλυτα σεβαστό, αλλά κάποιον άλλο τον αγγίζει, γιατί πιάνω κάτι από τον βαθύτερο εαυτό του, που είναι αυτό το οποίο τον εμποδίζει να πάει στον ψυχίατρο, γιατί θα του πει την αλήθεια. Ακόμα, λοιπόν, και αν δεν του αρέσει η δουλειά μου, κάτι τον αγγίζει μέσα του.

– Νομίζω ότι αυτό δεν είναι και η επιτυχία για έναν καλλιτέχνη; Να αγγίξει με όποιον τρόπο τον κόσμο με τα έργα του;

Νομίζω πως ναι. Ο καλλιτέχνης δεν είναι για να κάνει ντεκόρ, να πηγαίνει ο πίνακας με το σαλόνι. Είναι για να εκφράζει τις αγωνίες του, τα πάθη του, το μέσα του.

– Τα έργα σου τα βλέπεις αφού τα ολοκληρώνεις;

Όχι, ποτέ. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ούτε τον κατάλογο δεν βλέπω. Με ενδιαφέρει η στιγμή που το κάνω, εκείνη η στιγμή με εξιτάρει, μετά μπαίνει στο συρτάρι και πάμε για το επόμενο.

– Αν θα βάζαμε έναν τίτλο για εσένα, τι θα επέλεγες;

Αυτός είναι ο κόσμος μου…. Αυτά που βλέπεις γύρω, τα ξεφτισμένα χαρτιά, τα κηδειόσημα, τα γυμνά, οι τσολιάδες, όσα βλέπουμε σε μια λαϊκή ή την Κυριακή στο Μοναστηράκι.

Λίγα λόγια για την έκθεση

Στο πλαίσιο της έκθεσης παρουσιάζονται οκτώ animations χαρακτικής, με το ένα σε προβολή 360 μοιρών, ενώ παράλληλα εκτίθενται χαρακτικά και μεταλλικές οξειδωμένες μήτρες. Ιδιαίτερη θέση κατέχει μια μνημειακή εγκατάσταση που διαμορφώθηκε ειδικά για τον εκθεσιακό χώρο: ένα ιδιότυπο εικαστικό «καρουζέλ» από ποιήματα, φωτογραφίες έργων τέχνης άλλων δημιουργών από διαφορετικά κινήματα, σκισμένα χαρτιά, σελίδες βιβλίων, σπασμένα παιχνίδια, καθώς και απορρίμματα – πλαστικά από παραλίες, σκουπίδια μαζεμένα από το Παρίσι και την Αθήνα.

Πρόκειται για ένα περιβάλλον που αρθρώνει μια ποιητική σύνθεση απομειναριών, μια χωρική αφήγηση που καταργεί τα σύνορα ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, το παλιό και το νέο, το όμορφο και το απορριπτέο.

Η έκθεση «Στο εργαστήριο του Χριστόφορου Κατσαδιώτη» παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138 και θα διαρκέσει έως την Κυριακή 27 Ιουλίου 2025. Την επιμέλεια της έκθεσης έχει ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς.