Η δεκαετία του 1980 ήταν μια ιδιαίτερη δεκαετία από διάφορες πλευρές. Σχεδόν τα πάντα ήταν καινούργια για την ελληνική κοινωνία η οποία έβλεπε τα πάντα γύρω της ν’ αλλάζουν με φρενήρεις ρυθμούς.

Αυτό αφορούσε σχεδόν κάθε τομέα. Το ίδιο ισχύει και την τηλεόραση με το άνοιγμα των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Ειδικά τα πρώτα χρόνια, σχεδόν ότι συνέβαινε, μετά από λίγη ώρα βρισκόταν μέσα σε κάθε ελληνικό σπίτι.

Αυτό έγινε και την 1η Οκτωβρίου του 1987 όταν έγινε η περίφημη «Μάχη της Καλογρέζας» μεταξύ αναρχικών και αστυνομικών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που οι Έλληνες καθόντουσαν στον καναπέ του σαλονιού τους και έβλεπαν στην τηλεόρασή τους να εκτυλίσσονται σκηνές που μέχρι τότε έβλεπαν μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες δράσης που ερχόντουσαν από το μακρινό Χόλυγουντ.

Η συγκεκριμένη πολυθρύλητη ένοπλη συμπλοκή, ωστόσο, πέρα από το mediaκο έχει και το αστυνομικό της ενδιαφέρον αφού επιβεβαίωσε για την, ΕΛ.ΑΣ., τη «θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων» μεταξύ αναρχικών και ποινικών ενώ έδωσε την ευκαιρία στις Αρχές να κάνουν και μια ιδιότυπη χαρτογράφηση των ατόμων που εκείνη την εποχή κινούνταν στις παρυφές του αντάρτικου πόλης.

Δραματικός πρωταγωνιστής εκείνης της ιστορίας ο Μιχάλης Πρέκας…

Ποιος ήταν ο «Καπρόλας»;

Γεννήθηκε στη Σαντορίνη το 1955. Σε μικρή ηλικία ήρθε στην Αθήνα. Ο Μιχάλης Πρέκας ήταν από τους πιτσιρικάδες που βλέπουν το σχολείο σαν φυλακή και έτσι δεν άργησε να βγάλει αντίδραση και να κάνει τη δική του… επανάσταση.

Άρχισε να κάνει, αυτό που λέμε, «κακές παρέες» και σύντομα βρέθηκε σε έναν… ημιπαράνομο χώρο που του έδειξε το πώς θα βγάζει εύκολο χρήμα χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει. Λίγο καιρό αργότερα ο Πρέκας άρχισε να κάνει τις πρώτες του μικροκλοπες.

Κάπως έτσι δεν άργησε να έχει και τις πρώτες του επαφές με τις διωκτικές αρχές. Ο πιτσιρικάς Πρέκας άρχισε να αποκτά φήμη. Στις γειτονιές του Μπραχαμίου του φτωχόπαιδο από τη Σαντορίνη έγινε γνωστό με το ψευδώνυμο «Καπρόλας».

Κάποια στιγμή, ωστόσο, και ύστερα από αρκετές καταδιώξεις από αστυνομικούς που την γλίτωσε στο τσακ ο Πρέκας πέφτει στα χέρια αστυνομικών. Συνελήφθη και ξυλοκοπήθηκε άγρια στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Ανέπτυξε αισθήματα μίσους για τους «μπάτσους» και αυτό ήταν που θα καθορίσει την μετέπειτα πορεία του.

Σε μια από τις φυλακίσεις του ο Πρέκας έρχεται σε επαφή με άτομα του αναρχικού χώρου. Αυτό σε συνδυασμό με το μισός που έτρεφε για τους αστυνομικούς δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο θα πυροδοτηθεί σχεδόν αμέσως. Ο Πρέκας σταδιακά αλλάζει πορεία και αρχίζει και έχει όλο και περισσότερες επαφές με τον αναρχικό χώρο.

Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, για τον Πρέκα, ούτε αυτό ήταν αρκετό και «ψαχνόταν» για κάτι περισσότερο. Πάντα σύμφωνα με τα όσα διέρρεε η αστυνομία εκείνη την εποχή, ο Πρέκας άφησε τις μικροκλοπές, βγήκε στην παρανομία και εντάχθηκε στην Αντικρατική Πάλη του Χρήστου Τσουτσουβή!

Η «Μάχη της Καλογρέζας»

Την 1η Οκτωβρίου του 1987 και ενώ ο Μιχάλης Πρέκας είναι φυγόδικος και καταζητείται από τις διωκτικές αρχές, βρίσκεται στην Καλογρέζα με τους, επίσης αναρχικούς, Χριστόφορο Μαρίνο και Κλέαρχο Σμυρναίο.

Εντοπίζουν ένα περιπολικό μέσα στο οποίο δεν υπήρχε ο αστυνομικός και αποφασίσουν να δράσουν άμεσα και ν’ αφαιρέσουν από το εσωτερικό του, την μοτορόλα, τον ασύρματο, δηλαδή μέσω του οποίου επικοινωνούσαν οι περιπολούντες αστυνομικοί με το κέντρο της Άμεσης Δράσης, προκειμένου ο Πρέκας ν’ ακούει τις κινήσεις τους.

Ο ένας πλησιάζει το περιπολικό και οι άλλοι δυο «φυλάνε τσίλιες». Είναι όλοι τους οπλισμένοι και έτοιμοι για όλα. Αυτό που δεν υπολόγιζαν, ωστόσο, είναι πως ένας γείτονας που έπινε τον πρωινό καφέ στο μπαλκόνι του, θα τους δει και θα ειδοποιήσει την αστυνομία.

Μέσα σε ελάχιστα λεπτά η περιοχή έχει γεμίσει με αστυνομικούς. Οι τρεις αναρχικοί ήταν προετοιμασμένοι για μάχη με λίγους ένστολους και ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα πληρώματα τουλάχιστον πέντε περιπολικών που έφτασαν εκεί.

Σμυρναίος και Μαρίνος προσπαθούν να κρυφτούν αλλά εντοπίζονται από τους αστυνομικούς και συλλαμβάνονται. Ο Μιχάλης Πρέκας βρίσκει καταφύγιο μέσα σε μια διώροφη κατοικία. Όταν οι αστυνομικοί συνειδητοποιούν ποιους έχουν στα χέρια τους η απλή υπόθεση σύλληψης τριών κλεφτών, μετατρέπεται σε ύψιστης σημασίας επιχείρηση.

Οι δυνάμεις της αστυνομίας υπερδιπλασιάζονται και ανάμεσά τους είναι πλέον και μέλη των ΕΚΑΜ που είναι οπλισμένα με αυτόματα. Στο σημείο έχουν φτάσει και δημοσιογράφοι. Οι περισσότεροι ήταν οι αστυνομικοί συντάκτες των εφημερίδων μαζί με φωτογράφους. Υπάρχουν, όμως, και οι καμεραμάν των τηλεοπτικών καναλιών που καταγράφουν λεπτό προς λεπτό τα όσα συμβαίνουν, μεταδίδοντας πρωτόγνωρες εικόνες.

Ο Πρέκας πηγαίνει στην ταράτσα της διώροφης κατοικίας και βλέπει πως είναι περικυκλωμένος. Αρνείται να παραδοθεί και κατεβαίνει στο διαμέρισμα της οικογένειας τα μέλη της οποία ήταν στο εσωτερικό. Τους εξηγεί πως δεν πρόκειται να τους κάνει κακό και τους ζητάει να πάνε στην πίσω πλευρά για να μην τραυματιστούν κατά λάθος. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ο Πρέκας βγαίνει στο μπαλκόνι και πυροβολεί προς τους αστυνομικούς οι οποίοι ανταποδίδουν. Κάποιες άλλες φορές φαίνεται να διαπραγματεύεται μαζί τους και στη συνέχεια ξαναμπαίνει μέσα στο σπίτι. Αυτό θα συνεχιστεί για πολλές ώρες ακόμα μέχρι που κάποια στιγμή, σε μια από τις εξόδους του Μιχάλη Πρέκα στο μπαλκόνι ακολουθεί καταιγισμός πυρών.

Το αιματηρό τέλος της πολύωρης μάχης

Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Νίκων Αρκουδέας ο οποίος είχε δώσει ρητή εντολή να συλληφθεί ο Πρέκας ζωντανός. Από εκείνον τον καταιγισμό πυρών, ωστόσο, ο Πρέκας τραυματίστηκε σοβαρά. Λίγες στιγμές αργότερα, αστυνομικοί εισβάλουν στο διαμέρισμα, τον βγάζουν από αυτό και αιμόφυρτο τον πηγαίνουν σε ένα περιπολικό για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Στη διαδρομή ο Πρέκας αφήνει την τελευταία του πνοή, γράφοντας τον αιματηρό επίλογο της πολύωρης μάχης.

Τις επόμενες ημέρες συλλογικότητες αναρχικών, σύντροφοι του νεκρού ακόμα και η «17 Νοέμβρη» με προκήρυξή της αφήνουν να εννοηθεί ή σε κάποιες περιπτώσεις καταγγέλλουν ανοιχτά πως ο Πρέκας εκτελέστηκε μέσα στο περιπολικό.

Από την πλευρά της η Ελληνική Αστυνομία διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς τονίζοντας πως ο Πρέκας κατέληξε συνέπεια των τραυμάτων του. Κάνει λόγο για επιβεβαίωση της θεωρίας των «συγκοινωνούντων δοχείων» όπου ποινικοί και αναρχικοί ενώνουν δυνάμεις, τοποθετεί τον νεκρό αναρχικό ανάμεσα στα κορυφαία στελέχη της «Αντικρατικής Πάλης» που είχε ιδρύσει ο Χρήστος Τσουτσουβής (ο οποίος είχε πέσει νεκρός δυο χρόνια νωρίτερα σε άλλη συμπλοκή με αστυνομικούς, αυτή τη φορά στο Γκύζη), ενώ ανακοινώνει πως τα όπλα που κρατούσε στα χέρια του κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ήταν από εκείνα που είχαν κλαπεί από το λιμεναρχείο της Ραφήνας τον Αύγουστο του 1987.

Η σύντροφος του Πρέκα, Βαγγελιώ Βογιατζή, που ήταν έγκυος στο παιδί τους εκείνη την εποχή, συλλαμβάνεται για συνέργεια και οδηγείται στη φυλακή όπου θα παραμείνει για περίπου ενάμιση χρόνο, μεγαλώνοντας εκεί το μωρό της. Όταν αποφυλακίζεται ξεκινάει έναν δικαστικό αγώνα  για ν’ αποδείξει πως ο σύντροφός της δολοφονήθηκε από τους αστυνομικούς οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να τον τραυματίσουν ή να τον αφοπλίσουν αλλά πυροβόλησαν σε βάρος του με ανθρωποκτόνο πρόθεση. Κάνει μήνυση σε τρεις αστυνομικούς των ΕΚΑΜ οι οποίοι το 1992 απαλλάσσονται με απόφαση δικαστηρίου το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ένστολοι δρούσαν σε κατάσταση νόμιμης άμυνας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως ένας από τους άνδρες των ΕΚΑΜ (ο οποίος, μάλιστα, στο παρελθόν είχε διατελέσει στην προσωπική φρουρά του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) είχε συλληφθεί αρχικά για εμπόριο όπλων, στη συνέχεια για συμμετοχή σε ομάδα που πουλούσε προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά και τελικά αφού δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αποτάχθηκε από το Σώμα.