Στις 23 Δεκεμβρίου 1975 και ενώ η Ελλάδα κάνει τα πρώτα της μεταπολιτευτικά βήματα, μια ένοπλη οργάνωση αντάρτικου πόλης κάνει την εμφάνισή της. Ήταν η «17 Νοέμβρη» η οποία εκείνη τη νύχτα εκτελεί τον «σταθμάρχη» της CIA στην Αθήνα, Ρίτσαρντ Γουέλς, έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό.

Από τότε και μέχρι τον Μάρτιο του 1992 η Ελληνική Αστυνομία ψάχνει μια ευκαιρία προκειμένου να φτάσει κοντά στην οργάνωση «φάντασμα». Πληροφορίες κατά καιρούς υπήρχαν, ωστόσο, καμία από αυτές δεν έφτασε να δώσει το κάτι παραπάνω.

Όλα αλλάζουν όταν μια μυστηριώδης γυναίκα τηλεφωνεί στην αστυνομία και ενημερώνει πως τα μέλη της «17Ν» ετοιμάζουν χτύπημα κατά ενός δικαστικού λειτουργού, στην οδό Λουίζης Ριανκούρ στους Αμπελόκηπους. Η πληροφορία αξιολογείται ως αξιόπιστη. Η Ελληνική Αστυνομία βρίσκεται μπροστά σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ιστορίας της.

Τελικά, βρέθηκε μπροστά στο μεγαλύτερο φιάσκο της ιστορίας της αφού ότι μπορούσε να πάει στραβά για τους επιτελείς της… πήγε!

Η «χρυσή» πληροφορία που οδήγησε στο απόλυτο φιάσκο

Τον Μάρτιο του 1992 αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. είναι ο Στέφανος Μακρής ο οποίος είναι «φρέσκος» στο τιμόνι του Σώματος. Το πρωί της 26ης Μαρτίου δέχεται ένα ανώνυμο τηλεφώνημα από μια γυναίκα η οποία του λέει αυτό που περίμενε κάθε αρχηγός από το 1975 και μετά ν’ ακούσει: Πως έχει πληροφορίες για την επόμενη δράση της «17 Νοέμβρη».

Η γυναίκα από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής λέει στον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. πως έχει την πληροφορία ότι τα μέλη της οργάνωσης την επόμενη ημέρα το πρωί, στις 8, θα πραγματοποιούσαν δολοφονικό κατά δικαστικού λειτουργού και πως αν πάει κάτι στραβά θα συγκεντρωθούν στην οδό Λουίζης Ριανκούρ όπου κάνουν και τις πρόβες του χτυπήματος.

Η πληροφορία αξιολογείται ως σοβαρή και ξεκινάει ο σχεδιασμός για να εντοπιστούν τα μέλη της οργάνωσης. Ο αρχηγός ενημερώνει την πολιτική ηγεσία και όλα είναι έτοιμα.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής που επικαλούνταν αστυνομικές πηγές, είχε στηθεί ένα μεγάλο δίκτυο παρακολούθησης από το οποίο δύσκολα θα ξέφευγε ο οποιοσδήποτε. Επικεφαλής της ομάδας που ανέλαβε το δύσκολο έργο της σύλληψης των μελών της 17Ν ήταν ο τότε διοικητής της ΕΚΑΜ, Μιχάλης Μαυρουλέας.

Η επιχείρηση ξεκίνησε και σύμφωνα με τον αστικό μύθο πήγε τόσο καλά που κάποια στιγμή αστυνομικοί και μέλη της 17Ν βρέθηκαν να κάθονται δίπλα δίπλα στο ίδιο παγκάκι. Για αρκετή ώρα ο ένας κοίταζε τον άλλο, χωρίς, όμως, κάποιος να κάνει κίνηση.

Και τότε ξαφνικά όλα διαλύθηκαν. Χωρίς να ιδρώσει κανείς, τα μεταμφιεσμένα μέλη της «17Ν» (που πιθανότατα είχαν πρώτοι ανακαλύψει πως τους παρακολουθούν) μπερδεύουν με τις κινήσεις τους, τους αστυνομικούς που μέχρι εκείνη την ώρα έπιναν τον καφέ τους νομίζοντας πως έχουν το πάνω χέρι, επιβιβάζονται σε ένα φορτηγάκι και καταφέρνουν να διαφύγουν.

Πριν από αυτό, μάλιστα, λέγεται πως ο ένας από τα μέλη της 17Ν είχε το θράσος και την ψυχραιμία ν΄ακολουθήσει τον Μαυρουλέα όταν εκείνος πήγε να τηλεφωνήσει στο κέντρο της Άμεσης Δράσης για να δει αν η πινακίδα ΥΒΝ- 5926 που έφερε το άσπρο βαν «απασχολούσε». Όταν πια το κέντρο του επιβεβαίωσε αυτό που και ο ίδιος υποψιαζόταν τα μέλη της οργάνωσης είχαν γίνει «καπνός»!

Η «Μαρία» της Ριανκούρ, η ΕΥΠ και τα μυστικά κονδύλια

Όπως ήδη έχει αναφερθεί την πληροφορία στην ΕΛΑΣ την έδωσε μια γυναίκα. Και εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε σωστή δεδομένου πως πράγματι αστυνομικοί και μέλη της 17Ν βρέθηκαν για πρώτη φορά τόσο κοντά ο ένας στον άλλο.

Η γυναίκα αυτή, φέρεται να πήρε περίπου 13 εκατομμύρια δραχμές από τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Δημόσιας Τάξης για την πληροφορία που έδωσε. Πολλά χρόνια αργότερα, στη δίκη της οργάνωσης ο Στέφανος Μακρής στην κατάθεσή του είχε πει πως η γυναίκα που έδωσε την πληροφορία ήταν η Μαρία Τσιντέρη, η οποία εργαζόταν σε μικροβιολογικό εργαστήριο και ο σύζυγός της ήταν… αξιωματικός της αστυνομίας. Η ίδια, κατά την προανακριτική διαδικασία, αρνήθηκε κάθε ανάμειξη στην υπόθεση.

Ένα άλλο σενάριο, που μάλλον μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα, θέλει τη γυναίκα που έδωσε την πληροφορία να είναι ερωμένη με ένα από τα μέλη της 17Ν και να τους «κάρφωσε» όταν έμαθε πως εκείνος την απατά!

Ένα σενάριο με περισσότερο «ζουμί», πάντως, θέλει την πληροφορία να προέρχεται από την ΕΥΠ οι πράκτορες της οποίας είχαν μάθει ότι τα μέλη της 17Ν κάτι ετοίμαζαν αλλά αντί να ενεργήσουν για τη σύλληψή τους, επέλεξαν να δώσουν την πληροφορία στην ΕΛ.ΑΣ. προκειμένου να καρπωθούν την αποζημίωση που προβλεπόταν από τα μυστικά κονδύλια.

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται, πως γύρω από το συγκεκριμένο φιάσκο στήθηκε ένας χορός εκατομμυρίων χωρίς κανείς να μάθει ποτέ σε ποιες τσέπες κατέληξαν αυτά τα λεφτά γεγονός που εκνεύρισε ακόμα και τον πρόεδρο της δίκης της «17Ν», Μιχάλη Μαργαρίτη, ο οποίος απευθυνόμενος στον πρώην αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. του είχε πει: «Απορώ με τον τρόπο που δουλέψατε και αφήνει και σε μένα πολλά ερωτηματικά»!

Η συγκλονιστική περιγραφή του Κουφοντίνα

Και επειδή μέχρι εδώ τα περισσότερα που αφορούν το συγκεκριμένο φιάσκο κινούνται στη σφαίρα του αστείου, αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στην περιγραφή που κάνει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (εκδόσεις Λιβάνη) και η οποία δείχνει πως το αστείο φιάσκο από ένα αιματοκύλισμα δίχως προηγούμενο απείχαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα.

«Έφτασε ο οδηγός της καμιονέτας (σσ: εννοεί το άσπρο βαν που χρησιμοποίησε η οργάνωση), κατέβηκε και πήγε να καθίσει σε ένα κοντινό παγκάκι. Εμείς μέσα στο χώρο φόρτωσης είδαμε από το κουρτινάκι που κάλυπτε το πίσω τζάμι της ένα Φιατ, ασφαλίτικο, με τρεις κλασικούς ασφαλίτες όρθιους απ΄ έξω. Είχαν κάνει πηγαδάκι, πίνοντας καφέ από τα αιώνια πλαστικά ποτηράκια τους. Τότε ο ένας ξεκίνησε, αργά και βαριεστημένα, με το κυπελλάκι τον καφέ στο χέρι, να έρχεται προς την καμιονέτα. Ταυτόχρονα ο ένας από τους άλλους δυο, έδειξε με τα μάτια τον οδηγό μας που μόλις είχε καθίσει στο παγκάκι. Ο πρώτος ασφαλίτης είχε φτάσει ήδη στην καμιονέτα και είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο πίσω τζάμι προσπαθώντας να δει μέσα. Σαραντάρης, γεμάτος δεν φαινόταν εκπαιδευμένος εκαμίτης. Δεν το ήξερε, αλλά από την άλλη πλευρά στο τζάμι ακουμπούσε η κάννη ενός αυτόματου όπλου, οπλισμένου, δίχως ασφάλεια, με δυο γεμάτους γεμιστήρες. Ένα άλλο σημάδευε σταθερά τους άλλους δυο ασφαλίτες», αναφέρει ο Δημήτρης Κουφοντίνας.

Στη συνέχεια, κάνει μια ανάλυση για το πώς κατάφεραν να διαφύγουν από τους αστυνομικούς και πόσο κοντά έφτασε μια ένοπλη συμπλοκή. «Έφυγα από το πίσω μέρος της καμιονέτας και πήγα μπροστά. Ζήτησα από τον οδηγό να ξεκινήσει ήρεμα. Πίσω μας οι τρεις ασφαλίτες μπήκαν στο Φιατ και μας ακολούθησαν. Ίσως κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν πλησίασαν πολύ. Δυο αυτόματα τους είχαν κάτω από την κάννη τους, τρεις χειροβομβίδες είχαν βγει από τη θήκη τους»!

Όλες οι πλευρές παραδέχονται πως τα μέλη της 17Ν χρησιμοποίησαν την κίνηση στη διασταύρωση της οδού Λάμψα με τη λεωφόρο Κηφισίας. Ήταν το κρίσιμο σημείο όπου οι αστυνομικοί «έχασαν» το όχημα της ομάδας των ενόπλων και μαζί μια ευκαιρία να συλλάβουν μέλη της οργάνωσης που μέχρι εκείνη την εποχή θεωρούταν «φάντασμα».