Με μια συγγνώμη προς τα παιδιά και τις οικογένειες τους ξεκίνησε η απολογία του κατηγορούμενου για την υπόθεση ανθρωποκτονίας της 56χρονης συζύγου του τον περασμένο Ιούλιο σε χωριό του Ρεθύμνου. «Το παράπονο μου όλη μέρα είναι να ήμουν εγώ στη θέση της και εκείνη στη δική μου» είπε ο κατηγορούμενος.

Του ανταποκριτή μας στο flashnews.gr στην Κρήτη

Στη συνέχεια, ο ίδιος συνέχισε εξιστορώντας τη γνωριμία τους και τον πρώτο καιρό της σχέσης τους, φτάνοντας στον γάμο τους και στη ζωή με τα παιδιά τους.

Ο κατηγορούμενους υποστήριξε ότι ήταν μια αρκετά δεμένη οικογένεια και με τα τέσσερα παιδιά τους και ήταν παρών στις ζωές τους. «Η συμπεριφορά μου πάντα ήταν η καλύτερη και κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο» τονίζει ο κατηγορούμενος και συνεχίζει λέγοντας «Κάποια στιγμή έπαθα βαρύ εγκεφαλικό και αποφάσισα, επειδή κουραζόμουν πολύ, να δώσω την επιχείρηση και τη διαχείρισή της στους δυο μου γιους. Η γυναίκα μου διαφωνούσε και από τότε αρχίσαμε να τσακωνόμαστε».

Για την περίοδο που η 56χρονη νόσησε από κορονοϊό, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το θύμα «νόσησε με κορονοϊό βαριά. Δεν ήθελε να πάμε στο νοσοκομείο. Μια μέρα που δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, την πήρα με το ζόρι και την πήγα στο νοσοκομείο. Μετά καθόταν και έλεγε στα παιδιά ότι την παράτησα στο νοσοκομείο. Από τότε έγινε απότομη, απόμακρη, εγώ της φερόμουν άψογα. Συνέχεια μου έλεγε για τη διαχείριση των χρημάτων. Έμπαινα στο σπίτι και μουρμούριζε».

Ο κατηγορούμενος συνέχισε λέγοντας: «Τον Μάιο του 2022 έφυγε από το σπίτι για 2-3 μέρες. Εγώ δεν την έδιωξα ποτέ από το σπίτι. Γύρισε μέχρι τον γάμο του γιου μας τον Ιούλιο. Μετά έφυγε πάλι για 15 μέρες. Εγώ για 15 μέρες ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση. Τη 15η μέρα παίρνει τηλέφωνο και με ρωτάει τι κάνει ο μικρός μας γιος και μου λέει ότι θα γυρίσει στο σπίτι το βράδυ. Εγώ τότε της είπα «Δε σε έδιωξα ποτέ από το σπίτι, έλα όποτε θέλεις».

«Γύρισε, μπαίνει στο σπίτι και μου φέρνει ένα μαξιλάρι και μου λέει “θα κοιμηθείς στον καναπέ”. Εγώ κοιμήθηκα εκεί. Το βράδυ ήθελα ένα σεντόνι και μπαίνω στο δωμάτιο για να πάρω και όχι για να την προσεγγίσω ερωτικά, όπως έλεγε. Δεν είχαμε τέτοια θέματα, δεν ξέρω γιατί το έλεγε. Εγώ ήθελα να γυρίσει στο σπίτι» είπε στη συνέχεια ο κατηγορούμενος.

Για την ημέρα της δολοφονίας ο κατηγορούμενος είπε «Το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί στον καναπέ. Σηκώθηκα πήγα στα πρόβατα και γύρισα σπίτι. Κάτσαμε στην κουζίνα εγώ, αυτή και ο μικρός μας γιος. Μου έφτιαξε ένα τοστ να φάω. Εγώ ποτέ δεν έχω φάει τοστ. Μου είπε να το φάω να δυναμώσω. Μετά φεύγει το παιδί για τη δουλειά και άρχισε να μου λέει πράματα. Μου έλεγε να φάω τοστ για να δυναμώσω και ότι άλλοι στη χώρα το τρώνε. Τότε μου είπε ότι αυτή έχει ερωτική σχέση με άλλον κάθε μέρα και ότι δεν θα την πάρω ποτέ χαμπάρι. Τότε πάω και κάθομαι στο τζάκι μπροστά και μου πετάει το πιάτο με το τοστ. Τη ρωτάω τι κάνει και άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Τη ρωτάω αν τρελάθηκε. Τότε με πιάνει από τους ώμους, ήταν πιο γεροδεμένη από εμένα και δυο κεφάλια πιο ψηλή και εγώ από το φόβο μου και την εξάντληση πιάνω το μαχαίρι και γίνεται ότι γίνεται. Θόλωσε ο νους μου, δεν ήξερα τι έκανα».

Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας «Πήγα στο δωμάτιο, έβαλα ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι. Μπαίνω στο αμάξι, δεν ήξερα πού πήγαινα. Ειδοποίησα τα παιδιά μου και πήρα τον αδερφό μου».

Κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ο κατηγορούμενος τόνισε: «Αυτή είναι η ποινή μου εμένα, έχασα την οικογένεια μου, τα κοπέλια μου. Μακάρι να ήμουν στη θέση της και εκείνη στη δική μου. Μέρα-νύχτα κλαίω και τη σκέφτομαι. Δεν φεύγει από τον νου μου. Η συμπεριφορά της ήταν πολύ επιθετική, το βλέπανε τα παιδιά. Την αγαπούσα, τη λάτρευα και ποτέ δεν σήκωσα χέρι να τη χτυπήσω».

Καταπέλτης η εισαγγελέας στην πρότασή της

Την ενοχή του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία με δόλο σε ήμερη ψυχική κατάσταση της 56χρονης συζύγου του με μαχαίρι, πρότεινε η εισαγγελέας.

Συγκεκριμένα, η εισαγγελέας ανέφερε ότι ακόμα μέχρι σήμερα ο κατηγορούμενος δεν έχει καταλάβει τι έχει κάνει. Όπως αναφέρει η ίδια, ο κατηγορούμενος έκοψε το νήμα της ζωής της επί 42 χρόνια συζύγου του, στερώντας την έτσι από τα παιδιά τους, επειδή εκείνη ήθελε να φύγει μακριά. Από την απολογία του φαίνεται ο ηθικός του χαρακτήρας και οι πεποιθήσεις του, δηλαδή ότι ο άντρας είναι κυρίαρχο ον και η γυναίκα ιδιοκτησία του. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος, όπως υποστηρίζει η εισαγγελέας, «ζητάει συγχωροχάρτι, λέγοντας ότι στην ουσία το θύμα οδηγήθηκε μόνο του στο θάνατο. Από εκεί καταλαβαίνουμε το πεπαλαιωμένο των αντιλήψεων του. Δεν υπήρχε κανένας βρασμός ψυχικής ορμής».

Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το έγκλημα, η εισαγγελέας υποστήριξε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν από πριν κατακλεισμένος από οργή και θυμό και αυτά τα συναισθήματα δεν δημιουργήθηκαν από τον τσακωμό. Ο κατηγορούμενος πηγαίνει και παίρνει το μαχαίρι και γυρίζει στην κουζίνα. Βλέπει το θύμα που κοιτούσε προς τον τοίχο και την αιφνιδιάζει. Ήταν πισώπλατο το χτύπημα, δεν υπήρξε πάλη. Δεν έγινε προσπάθεια από το θύμα να φύγει. Την ακινητοποίησε τραβώντας της τα μαλλιά και τις κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα. Ο κατηγορούμενος είχε απόλυτη ψυχραιμία και, με μεθοδικότητα, παίρνει το μαχαίρι και οδηγεί 20 λεπτά μέχρι το μαντρί του αδερφού του. Υπήρχε θυμός, όχι σε σημείο που να θολώνει τη σκέψη του. Η επιλογή αυτού του τρόπου θανάτου είναι ενδεικτική για το πώς αντιμετώπιζε την γυναίκα του και την έσφαξε σαν ζώο».