Η ιστορική έκθεση για την επέτειο των 100 χρόνων από τους πρώτους, νικηφόρους, Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, εγκαινιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη.

Η έκθεση επιχειρεί μέσα από δεκαεννέα ενότητες, να θέσει συνοπτικά, το πλαίσιο των σημαντικότερων σταθμών των Βαλκανικών Πολέμων, που έως το 1922 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, αποτελούν, σε εθνικό επίπεδο, την πύλη της εισόδου της Ελλάδας στον αιώνα των μεγάλων ανατροπών, των μεγάλων ελπίδων και των μεγάλων ματαιώσεων.

Αλλά και το σημείο όπου «η Ελλάδα έπειτα από οκτώ δεκαετίες ανεξαρτησίας, το ελληνικό κράτος καταφέρνει να αρθρώσει πολιτικό και πολεμικό λόγο ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία, ανεξάρτητο από την πατρωνία των Μεγάλων Δυνάμεων», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ιστορικός και εκ των επιμελητών της έκθεσης Τάσος Σακελλαρόπουλος, στον κατατοπιστικό, συνοδευτικό κατάλογο. Τίτλος της έκθεσης, «Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913. Η αυγή του ελληνικού 20ου αιώνα».

Οι αιωρούμενες, σαν λάβαρα, μεγεθυμένες φωτογραφίες των Ελλήνων πεσόντων από τη δεκαετία 1912- 1922, νεαρά παιδιά στην πλειοψηφία τους, δεσπόζουν στην αίθουσα και συγκινούν όταν μάλιστα αναλογιστούμε ότι ήταν εθελοντές. Φωτογραφημένοι με πολιτικά και όχι στρατιωτικά ρούχα, καθώς επρόκειτο για φωτογραφίες που άφηναν στους συγγενείς τους, ως ενθύμιο, πριν καταταγούν στον στρατό.

«Από τη μοναξιά του οπλισμένου βοσκού στη ζωή του οπλισμένου στρατιώτη φαίνεται ότι δεν άλλαζαν πολλά. Κοινός τόπος η διάκριση της μάχης, όχι πια μοναχικής άλλα μαζικής. Αν δούμε όμως την εθελοντική συμμετοχή στον πόλεμο ως ωφελιμιστική θα ήταν άστοχο, αφού ο θάνατος είναι γεγονός δοξαστικό αλλά αμετάκλητο», υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ο κ. Σακελαρόπουλος, αναφερόμενος στο «κοινωνικό κύρος του πολεμικού εθελοντισμού».

Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες, αποτελούν μικρό μέρος από το φωτογραφικό υλικό πεσόντων εθελοντών, το οποίο είχε συγκεντρώσει η λογοτέχνης και πολεμική ανταποκρίτρια Έλδα Λαμπίση. Μετά από χρόνια, το 1973, το υλικό βρέθηκε σε παλαιοπωλείο στο Βροντάδο της Χίου και αγοράστηκε από την Ρένα Ανδρεάδη, η οποία το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη.

Το δικό τους τοπίο ορίζουν στην έκθεση, οι περιμετρικά τοποθετημένες φωτογραφίες, με αφετηρία ένα συνοπτικό δείγμα από την οικονομική ανάπτυξη της χώρας στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από τις πρώτες αεροφωτογραφίες του Πειραιά, τα μηχανουργεία και τους τεχνίτες στη βιομηχανική περιοχή της περιόδου, την παραγωγή σταφίδας στην Αχαΐα, ένα βασικό εξαγώγιμο προϊόν.

Η πολεμική προετοιμασία της πρώτης κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, με τις ξένες αποστολές που συνέβαλαν στη συγκρότηση του στρατού και του στόλου, αποτελούν ενότητες της έκθεσης. Όπως και οι φωτογραφίες από τα πολεμικά γεγονότα και τα θέατρα των επιχειρήσεων, καθώς και τα νέα τεχνολογικά μέσα, όπως η αεροπορία.

Κοντά σε αυτά και ως στοιχεία αναπόσπαστα ενός πολέμου, παρουσιάζεται η είσοδος και η υποδοχή του ελληνικού στρατού σε πόλεις και χωριά, η φροντίδα στους τραυματίες, η ζωή των προσφύγων και των αμάχων, η καθημερινότητα των στρατιωτών στην ανάπαυλα της μάχης, η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας και η συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία αλλάζει η εδαφική πραγματικότητα της χώρας.

Ξεχωριστή ενότητα της έκθεσης αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη των βαλκανικών πολέμων και την ένταξή της στον εθνικό κορμό. Την έκθεση συμπληρώνει η προβολή του ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη, «Αναζητώντας την χαμένη εικόνα: Εικόνες Βαλκανικών πολέμων».

Η παρουσίαση επενδύεται μουσικά με τα «Επινίκια» του Σπ. Σαμαρά, σε στίχους Γ. Δροσίνη (σύνθεση της εποχής των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων) και η «Συμφωνία της λεβεντιάς» του Μανόλη Καλομοίρη (του 1920).

Η συναρπαστική αυτή επετειακή έκθεση «πραγματοποιείται στους δύσκολους καιρούς μας, μετά από προσπάθειες, ώστε να μην αναβληθεί» τονίζει ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελος Δεληβοριάς και συνδιοργανώνεται από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», (εδρεύει στα Χανιά και του οποίου το Μουσείο Μπενάκη είναι από τα ιδρυτικά μέλη) και τον δήμο Θεσσαλονίκης.

Ο κατάλογος της έκθεσης εκδόθηκε από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Την έκθεση επιμελούνται οι ιστορικοί Τάσος Σακελλαρόπουλος και Μαρία Δημητριάδου. Θα διαρκέσει έως τις 10 Φεβρουαρίου 2013.