Επιδεινώθηκε η πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) της ευρωζώνης γενικώς και ειδικώς, της Ελλάδας, που παραμένουν στη δυσχερέστερη θέση, σε τραπεζική χρηματοδότηση, το 6μηνο Οκτωβρίου 2012 – Μαρτίου 2013, αλλά σε μικρότερο βαθμό από το προηγούμενο εξάμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Το καθαρό ποσοστό των ελληνικών ΜμΕ που ανέφερε ότι επιδεινώθηκε η διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων ανήλθε σε 40% από 53% το προηγούμενο εξάμηνο, αλλά παραμένει το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη.

Το αντίστοιχο ποσοστό των πορτογαλικών ΜμΕ μειώθηκε στο 32% από 42%, των ιταλικών ΜμΕ μειώθηκε στο 7% από 27%, των ιρλανδικών στο 22% από 35% και των ισπανικών στο 17% από 30%.

Οι γερμανικές ΜμΕ ήταν οι μόνες που κατέγραψαν βελτίωση στην πρόσβασή τους σε τραπεζικό δανεισμό, με ποσοστό 7% από 1%.

Το 65% των μικρομεσαίων της Ευρωζώνης δήλωσαν ότι πέτυχαν να λάβουν το πλήρες ποσό της αίτησης που υπέβαλαν για δάνειο, ποσοστό που είναι κοντά στο επίπεδο του δεύτερου εξαμήνου του 2010 (66%).

Αντίθετα, το 11% ανέφεραν ότι απορρίφθηκε η αίτησή του και το 15% ότι έλαβαν ένα μικρότερο ποσό από αυτό που ζήτησαν.

Τη μεγαλύτερη επιτυχία (για το σύνολο του ποσού που ζήτησαν) είχαν οι γερμανικές ΜμΕ (85%) και οι φιλανδικές (79%), ενώ αντίθετα οι ελληνικές είχαν το μικρότερο ποσοστό (25%), ακολουθούμενες από τις ιρλανδικές (32%).

Το 31% των ελληνικών μικρομεσαίων είδε το αίτημά τους να απορρίπτεται πλήρως από τις τράπεζες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μηδενικό στην Αυστρία και μόλις 3% στη Γερμανία.

Το ποσοστό των ΜμΕ που υπέβαλαν αίτηση για τραπεζικό δάνειο ήταν υψηλότερο στη Γαλλία (28%), την Ισπανία (27%) και τη Γερμανία (26%), ενώ ήταν χαμηλότερο στην Ολλανδία (12%), την Ιρλανδία (14%) και την Πορτογαλία (15%).

Πάνω από τις μισές ΜμΕ της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας ανέφεραν ότι δεν προσέφυγαν σε δανεισμό, καθώς είχαν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια.

Αντίθετα, το ποσοστό των μικρομεσαίων που δεν υπέβαλαν αίτημα για δανεισμό, επειδή είχαν αρκετά δικά τους κεφάλαια, ήταν σημαντικά χαμηλότερο στην Ελλάδα (24%) και την Πορτογαλία (35%).