Τον δικό τους Παύλο Φύσσα, που χάθηκε άδικα στο Κερατσίνι από το μαχαίρι του Γιώργου Ρουπακιά, περιέγραψαν οι δικοί του άνθρωποι στην εκπομπή «Πρωταγωνιστές» μέσα από συγκλονιστικές αναφορές.

Μερικές από τις φράσεις που συνοδεύουν τις διηγήσεις των φίλων του, της κοπέλας του, των γονιών του και της αδελφής του είναι οι εξής: “Ένας σύγχρονος ρεμπέτης”, “το γελαστό παιδί”, “ο άνθρωπος που ένωνε”, “ο εχθρός κάθε φασισμού”, “το ελεύθερο και αιρετικό μυαλό”, “το φτωχόπαιδο με την μεγάλη καρδιά”, «αυτός που φώναζε ”αγάπη ρε – μόνο αγάπη”.

«Οι δολοφόνοι του παιδιού μου δεν είναι μόνο αυτοί, είναι και αυτοί που πήγαν και ψηφίσανε», αναφέρει η μητέρα του Παύλου, η οποία υποστηρίζει ότι ο δολοφόνος του παιδιού της είναι επαγγελματίας.

«Είναι πολύ πρόσφατη η ιστορία μας για να μπορέσουμε να προλάβουμε να την ξεχάσουμε. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει τον άλλο και πάει και μπαίνει σε αυτή τη συμμορία», λέει.

Στη συνέχεια προσθέτει: «Στην ιστορία αυτής της χώρας το μεγαλύτερο κακό το έχουμε κάνει εμείς ως γενιά. Δεν κάναμε τίποτα απολύτως παρά μόνο έχουμε ένα Πολυτεχνείο ως πανό και δεν έχουμε αφήσει αυτά τα παιδιά να δείξουν το δικό τους Πολυτεχνείο».

Για όσους ευθύνονται για τη δολοφονία του παιδιού της, η μητέρα αναφέρει: «Αν με ρωτήσεις “θες να τους δεις κρεμασμένους στο Σύνταγμα ή κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουν τι έχουν κάνει και να πεθάνουν από τις τύψεις τους;”, προτιμώ το δεύτερο».

«Εγώ σήμερα δεν έχω το παιδί μου. Δεν έφταιξε σε τίποτα, δεν τους προκάλεσε», αναφέρει σε άλλο σημείο, ενώ πιο μετά λέει: «Ήθελα να μου απαντήσουν όλοι οι δολοφόνοι αυτού του κόσμου: Τι μάνα τους μεγάλωσε;»

Αναφερόμενη στις ιδιαίτερες ευαισθησίες που είχε ο Παύλος, λέει μεταξύ άλλων ότι «ήταν φίλος με τους ανθρώπους», καθώς και ότι «την προηγούμενη χρονιά που είχε βαρύ χειμώνα, μαζεύανε τους άστεγους από την Αθήνα, ζήταγε κουβέρτες…».

«Ο Παύλος ήταν αυτός που μου άνοιγε πάντα τους δρόμους, για να είμαι ασφαλής. Πάντα κοίταγε πίσω για να προχωράω εγώ μπροστά», λέει η αδερφή του.

«Ο Παύλος ό,τι είχε να πει το είπε με τα τραγούδια του… Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι τα τραγούδια του Παύλου ήταν προφητικά», αναφέρει σε άλλο σημείο η αδελφή του Παύλου Φύσσα.

«Ήταν μάγκας με την καλή έννοια… Να είναι καθαρός, τίμιος, να σέβεται, αυτά είναι η μαγκιά, η μαγκιά δεν είναι να τσακώνεσαι», λέει ο πατέρας, αναφερόμενος στη μοιραία βραδιά της δολοφονίας του λέει: «Δεν έφυγε γιατί δεν ήταν φοβισμένος. Το πλήρωσε με τη ζωή του αυτό το τίμημα, γιατί ήταν τίμημα να είσαι μάγκας».

Ο πατέρας του Παύλου Φύσσα λέει ότι η πρώτη δουλειά που έκανε ήταν στα 12 του χρόνια, ενώ σε ηλικία 18 προς 19 άρχισε να εργάζεται στη ζώνη του Περάματος, στα σίδερα.

Όσον αφορά τις πολιτικές του αναζητήσεις, ο πατέρας του Παύλου λέει: «Κάποτε με είχε ρωτήσει μικρός, μπαμπά εγώ τι κάνω; με ποιον θα είμαι;» και τότε ο πατέρας του του απάντησε «Παύλο δεν είσαι με κανένα, δεν υπάρχει κόμμα που να υποστηρίζει τους εργάτες. Δούλεψε για να κερδίσεις το ψωμί σου…».

«Μπορεί στην πορεία να έκανε κάποιο πέρασμα από κάποια κόμματα. Νομίζω τελευταία δεν ψήφιζε κιόλας. Έλεγε ότι κανένα κόμμα δεν τον αντιπροσωπεύει».

Ερωτηθείς για τους φόβους του, ο πατέρας του Παύλου Φύσσα λέει: «Οι φόβοι μου ήταν είναι και θα είναι ότι αυτοί που επιχειρούν να βάζουν τους Έλληνες να αλληλοσκοτώνονται θα εξακολουθούν να το κάνουν».

Για το δολοφόνο του Παύλου λέει: «Πιστεύεις ότι φταίει αυτός που είχε το μαχαίρι; Φταίει αυτός που του ‘δωσε το μαχαίρι. Αυτός που είχε το μαχαίρι ήταν ένας χωρίς μυαλό…».

Από τη δικαιοσύνη ο πατέρας του Παύλου λέει ότι θέλει «να βρουν τους πραγματικούς ένοχους και να τους τιμωρήσουν παραδειγματικά. Δεν θέλω να τους φυλακίσουν, θέλω να τους εκτελέσουν…Είμαι τόσο οργισμένος που αν τους είχα μπροστά μου θα τους εκτελούσα εγώ ο ίδιος. Αυτός ο άνθρωπος μου πήρε τα πάντα… Επέλεξαν να παίξουν ένα παιχνίδι, έπρεπε να γίνει ένας φόνος και έτυχε στο δρόμο τους να βρεθεί το δικό μου το παιδί».

Η κοπέλα του αδικοχαμένου Παύλου αναφέρεται στη γνωριμία τους:
«Γνωριστήκαμε σε πρακτορείο με μοντέλα… Μπαίνω μέσα με ένα συνάδελφο στο γραφείο, ανοίγει ο Παύλος με βλέπει παγώνει και η πρώτη σκέψη που κάνω “Ωχ”. Αυτό ήταν. Έρωτας με την πρώτη ματιά; Περίπου».

«Είχε τρέλα με τα χρώματα, ήθελε να δώσει χρώμα στην πόλη», λέει στη συνέχεια. «Στους τοίχους ήθελε να βλέπει χρώμα», ανέφερε η κοπέλα του μπροστά από έναν πολύχρωμο τοίχο που γράφει ΖΗΣΕ.

Για τη στάση του απέναντι στα πράγματα, η κοπέλα του λέει πως «δεν έτρεφε αυταπάτες, τα έβλεπε με αντικειμενική ματιά, αλλά πάντα έβρισκε δημιουργικές λύσεις…

Ήταν ένα ελεύθερο αναρχικό πνεύμα. Δεν ήταν αναρχικός, δεν ανήκε σε αναρχικές ομάδες, είχε αναρχικό πνεύμα.
Είχε πρόβλημα με κάθε είδους ταμπέλα και κάθε είδους καλούπι. Δεν εντασσόταν πουθενά… Ποτέ δεν ήταν σε καμία οργάνωση. Η μόνη “οργάνωση” ήταν η οικογένεια της ραπ».