Για μικρή ύφεση της πορείας του κορονοϊού στην Ελλάδα αλλά όχι με ρυθμό που να δημιουργεί ασφάλεια έκανε λόγο ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, ξεκαθαρίζοντας: «Δεν πρόκειται να ανοίξει ο,τιδήποτε, αν δεν υπάρχει απόλυτη ασφάλεια για αυτό».

Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Θέμα FM», ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε πως «παραμένουν, άλλωστε, δύο χαρακτηριστικά, εξαιρετικά ισχυρά: το πρώτο, η μεγάλη πίεση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, και από την άλλη υπάρχουν περιοχές που είναι υγειονομικά ακόμη πάρα πολύ επιβαρυμένες, δεν έχουμε δει τη μείωση που θα περιμέναμε σε ό,τι αφορά το ιικό φορτίο. Τα δύο αυτά δεδομένα μας οδηγούν στο να είμαστε πάρα πολύ επιφυλακτικοί, δεν πρόκειται να ανοίξει ο,τιδήποτε, αν δεν υπάρχει απόλυτη ασφάλεια για αυτό».

Κληθείς εξάλλου να διευκρινίσει τη δήλωση που είχε κάνει τις προάλλες για τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, μια δήλωση που βρέθηκε στο επίκεντρο της αντιπολιτευτικής κριτικής, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε, σύμφωνα με αποσπάσματα της συνέντευξής του που μεταδίδει το ΑΜΠΕ: «Οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας είναι απολύτως αναγκαίο στοιχείο για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε την κρίση και για τον λόγο αυτό έχουμε φροντίσει και έχουν ήδη υπερδιπλασιαστεί οι κλίνες ΜΕΘ».

Θυμίζοντας δε, ότι «ήταν το χρόνιο αίτημα των ιατρών, των εντατικολόγων να έχουμε περισσότερες ΜΕΘ», συνέχισε λέγοντας πως «πριν από δύο χρόνια -και για να είμαι δίκαιος σε όλη τη Μεταπολίτευση- η εξεύρεση ΜΕΘ ήταν το πιο δύσκολο ζήτημα στο ελληνικό ιατρικό σύστημα. Με μεγάλη λίστα αναμονής και όλες οι ΜΕΘ ήταν γεμάτες. Σήμερα έχουμε περισσότερες από 1.230 κλίνες ΜΕΘ, είχαμε παραλάβει 557», παρατήρησε εξάλλου.

Εν τέλει, όμως, «τα προβλήματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται στην πηγή τους. Αν έχουμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ΜΕΘ, αυτό δεν μπορεί να μας οδηγεί στο να αφήνουμε ανοιχτή την κοινωνία και την αγορά για να γεμίζουν οι ΜΕΘ. Σκοπός μας είναι να μην μπαίνουν οι άνθρωποι στις ΜΕΘ», υπογράμμισε ο υπουργός Επικρατείας αναπτύσσοντας το δίπτυχο, ΜΕΘ και «βεβαίως πάνω από όλα η πρόληψη για να μην χρειάζεται να μπουν σε ΜΕΘ».

Για το εμβολιαστικό πρόγραμμα και σχολιάζοντας τη διαπίστωση ότι Ηνωμένες Πολιτείες και Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινούν νωρίτερα από ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο υπουργός επικαλέστηκε τους «πολύ αυστηρούς» ευρωπαϊκούς κανόνες στην έγκριση σκευασμάτων. «Δεν πρέπει να θυσιαστεί η ασφάλεια για να έχουμε ταχύτητα, από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να καθυστερούμε υπερβολικά», δήλωσε για το θέμα, για να προσθέσει ότι έχει την αίσθηση ότι ίσως η ΕΕ να αναθεωρήσει το χρονοδιάγραμμά της, μετά την πίεση από τις ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο. Την ώρα αυτή πάντως ισχύει το γνωστό χρονοδιάγραμμα για παραλαβές τέλος Δεκεμβρίου – αρχές Ιανουαρίου.

Στα καθ’ ημάς ειδικότερα, «θα έχουμε περισσότερα από 1.000 εμβολιαστικά κέντρα σε όλη τη χώρα και ο σκοπός είναι να γίνονται κάτι παραπάνω από 2 εκατ. δόσεις το μήνα, δηλαδή σε 1 εκατ. πρόσωπα». Μετά δε, και την εξονυχιστική μελέτη των συνεπειών και της ασφάλειας του εμβολίου κανείς δεν θα έχει το άλλοθι, σημείωσε εμφατικά. Και, κλείνοντας το σχετικό θέμα, διαβεβαίωσε ότι υπάρχει δέσμευση των κρατών – μελών της ΕΕ να κινηθούν από κοινού στο θέμα του εμβολίου.