Οι επανειλημμένες προτάσεις της Ρωσίας για εκεχειρία στην Ουκρανία, παρά τις συστηματικές παραβιάσεις τους, εξυπηρετούν στρατηγικούς πολιτικούς και επικοινωνιακούς σκοπούς και δεν αντικατοπτρίζουν πραγματική πρόθεση για ειρήνη. Γιατί όμως το Κρεμλίνο προχωρά σε τέτοιες κινήσεις χωρίς καμία διάθεση να τις τηρήσει;

Η ανάλυση του Foreign Policy είναι κατατοπιστική.

1. Εσωτερική Προπαγάνδα και Νομιμοποίηση του Καθεστώτος

Οι υποκριτικές προτάσεις εκεχειρίας του Πούτιν εξυπηρετούν εσωτερικούς σκοπούς. Προβάλλοντας τη «διάθεση» για παύση των εχθροπραξιών, το Κρεμλίνο ενισχύει την εσωτερική αφήγηση ότι δρα με ηθική αυτοσυγκράτηση και νομιμότητα.

Όταν η Ουκρανία απαντά σε ρωσικές επιθέσεις, τα ρωσικά μέσα και αξιωματούχοι παρουσιάζουν το Κίεβο ως απρόθυμο να σταματήσει τον πόλεμο ή ανίκανο να ελέγξει τις δυνάμεις του. Όπως είχε δηλώσει ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, πριν από τις εκεχειρίες του Πάσχα και της Ημέρας της Νίκης: «Ο πρόεδρος Πούτιν υποστηρίζει την ιδέα της εκεχειρίας επί της αρχής, αλλά το Κίεβο δεν ελέγχει όλες τις ένοπλες μονάδες του, ειδικά τα εθνικιστικά στοιχεία».

Αυτό το είδος ρητορικής επιτρέπει στους Ρώσους πολίτες να πιστεύουν ότι η κυβέρνησή τους ενεργεί καλόπιστα και ότι η ευθύνη για τη συνέχιση του πολέμου βαραίνει αποκλειστικά την Ουκρανία. Ενισχύει τη γενικότερη αφήγηση του Πούτιν ότι η εισβολή στην Ουκρανία, που ξεκίνησε το 2022, είναι αμυντική και υπαρξιακή, και όχι επιθετική.

Κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης εκεχειρίας της Ημέρας της Νίκης, το ρωσικό κρατικό κανάλι Channel One ισχυρίστηκε ότι οι ρωσικές δυνάμεις σεβάστηκαν πλήρως την εκεχειρία, κατηγορώντας την Ουκρανία για περισσότερες από 14.000 παραβιάσεις. Αντίστοιχα, στο Πάσχα, το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας δήλωνε σχεδόν 5.000 παραβιάσεις από την ουκρανική πλευρά.

Η αφήγηση αυτή είναι πλέον τόσο βαθιά ριζωμένη που αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο πολλοί Ρώσοι αντιλαμβάνονται τον πόλεμο. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Σικάγο, η πλειοψηφία των Ρώσων βλέπει τον πόλεμο ως αμυντική αντίδραση απέναντι στην επιθετικότητα της Ουκρανίας και της Δύσης. Όσο το Κρεμλίνο συντηρεί την ψευδαίσθηση της αυτοσυγκράτησης και της εξωτερικής απειλής, μπορεί να διατηρεί την εσωτερική στήριξη, χωρίς να χρειάζεται να παρουσιάσει στρατιωτικές νίκες.

Η ρητορική περί εκεχειρίας βοηθά επίσης να αποσπαστεί η προσοχή από τις αυξανόμενες απώλειες στο πεδίο. Το προηγούμενο έτος ήταν το πιο φονικό για τις ρωσικές δυνάμεις από την αρχή του πολέμου. Μικρές αλλά σταθερές ενδείξεις δυσαρέσκειας από το εσωτερικό —ιδίως από συζύγους και μητέρες στρατιωτών— συνεχίζουν να εμφανίζονται. Όταν κάποιες οικογένειες διαμαρτυρήθηκαν έξω από το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας ζητώντας την επιστροφή των δικών τους, ένας αξιωματούχος φέρεται να τους απάντησε: «Μετά από αυτό, δεν πρέπει να αποκαλείτε πλέον τους εαυτούς σας πολίτες της Ρωσίας». Σε ένα σύστημα όπου ακόμη και η μετριοπαθής διαφωνία καταστέλλεται, η δήθεν πρόθεση για εκεχειρία δημιουργεί την εντύπωση ότι οι ανησυχίες του κόσμου ακούγονται χωρίς να απαιτείται καμία ουσιαστική απάντηση από το καθεστώς.

2. Διαμόρφωση Διεθνούς Εικόνας και Διαχείριση Εσωτερικής Δυσαρέσκειας

Δεύτερος στόχος των ψευδών προτάσεων εκεχειρίας είναι η διαμόρφωση της διεθνούς κοινής γνώμης.

Η τακτική αυτή έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υποσχεθεί να τερματίσει τον πόλεμο.

Για τον Πούτιν, που δεν δείχνει πρόθεση να σταματήσει τις εχθροπραξίες, η αναφορά σε εκεχειρίες που δεν πρόκειται να τηρήσει είναι ένας τρόπος να «τραβήξει» τον Τραμπ κοντά του. Τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ ανακοίνωσε για πρώτη φορά ότι ο ίδιος και ο Πούτιν είχαν συμφωνήσει να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μια τέτοια συμφωνία θα απαιτούσε σημαντικές παραχωρήσεις από την Ουκρανία. Τον Μάρτιο, η Ουκρανία αποδέχθηκε μια πρόταση των ΗΠΑ για 30ήμερη εκεχειρία, την οποία η Μόσχα απέρριψε αμέσως, απαιτώντας πρώτα την παράδοση εδαφών που δεν είχαν καταληφθεί και τον τερματισμό της δυτικής στρατιωτικής υποστήριξης.

Τον Μάιο, οι ΗΠΑ ανανέωσαν την πρόταση για 30ήμερη εκεχειρία, προειδοποιώντας ότι η άρνηση θα οδηγούσε σε πρόσθετες κυρώσεις. Η Ουκρανία συμφώνησε άμεσα, αλλά η Ρωσία αρνήθηκε ξανά να την υποστηρίξει. Μετά από μια αποτυχημένη συνάντηση Ρωσίας-Ουκρανίας στις 16 Μαΐου στην Κωνσταντινούπολη, όπου το Κρεμλίνο έστειλε μόνο χαμηλόβαθμους εκπροσώπους, ο Τραμπ σχολίασε ότι καμία ουσιαστική πρόοδος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέχρι να συναντηθεί ξανά προσωπικά με τον Πούτιν.