Απομονωμένος μοιάζει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε λίγες ώρες πριν το κρίσιμο Eurogroup για την Ελλάδα, καθώς επιχείρησε να στήσει ένα επικίνδυνο σκηνικό.

Ο κ. Σόιμπλε εμφανίζει μια άκαμπτη στάση και πρόλαβε να απορρίψει την πρόταση της Αθήνας για παράταση πριν το Eurogroup και πριν τη διαβάσει καλά – καλά.

Σημειώνεται ότι ο Αλέξης Τσίπρας επικοινώνησε με την κυρία Μέρκελ και σύμφωνα με πληροφορίες, συνομίλησε μαζί της για 50 λεπτά.

Λίγες ώρες αργότερα ο κ. Τσίπρας μίλησε στο τηλέφωνο με τον Γάλλο πρόεδρο, Φρανσουά Ολάντ αλλά και με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας, Ματέο Ρέντσι.

«Η επιστολή από την Αθήνα δεν αποτελεί κάποια ουσιώδη πρόταση για λύση» ανέφερε ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Μάρτιν Γέγκερ, τονίζοντας ότι το ελληνικό αίτημα δεν πληροί τα κριτήρια του προγράμματος κάτι που έβαλε φωτιά στην Αθήνα αλλά και στην Κομισιόν.

Άμεση ήταν η απάντηση κύκλων του Eurogroup, που – «αδειάζοντας» την γερμανική πλευρά – τόνισαν ότι οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν τώρα και παρέπεμψαν στο χθεσινό Euro Working Group (EWG).

Το Βερολίνο όμως συνέχισε τις προκλήσεις. Με παρέμβασή του στο EWG χαρακτήρισε την ελληνική επιστολή «Δούρειο Ίππο», «που σκοπό έχει την χρηματοδότηση – γέφυρα και στην ουσία να βάλει τέλος στο τρέχον πρόγραμμα».

«Κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αυτή τη στάση του γερμανικού ΥΠΟΙΚ ως “Δούρειο Ίππο” όσων δεν θέλουν αμοιβαία επωφελή συμφωνία για την Ευρώπη» υπογραμμίζουν, αντίθετα, οι πηγές της ελληνικής κυβέρνησης, έχοντας γνώση των όσων διαδραματίστηκαν στη προπαρασκευαστική συνεδρίαση του EuroWorking Group.

Χαρακτηριστικά, δε, αναφέρουν ότι «στην παρέμβασή του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται η φράση “current programme” έξι φορές!».

Μετά το Eurogroup, από την στάση της Γερμανίας διαφοροποιήθηκε η Γαλλία. Σε δηλώσεις του ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς, εξέφρασε την αισιοδοξία του για λύση. «Μια λύση είναι δυνατή και μάλιστα τάχιστα» δήλωσε και εξέφρασε τη θέληση της Γαλλίας να κάνει κάθε προσπάθεια για τη λύση του ελληνικού προβλήματος λαμβάνοντας υπόψιν και τη θέληση του ελληνικού λαού.

Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος ήταν και η αντίδραση του αντικαγκελάριου της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

«Χαίρομαι που η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές ότι θέλει ένα νέο πρόγραμμα. Είμαι υπέρ του να μην πούμε πρόωρα ναι ή όχι», δήλωσε και χαρακτήρισε την «νέα στάση» της ελληνικής κυβέρνησης ως «σημείο αφετηρίας το οποίο πρέπει να αξιοποιήσουμε για διαπραγματεύσεις και να μην το απορρίψουμε εκ των προτέρων δημόσια». Μάλιστα, ο αντικαγκελάριος τόνισε ότι θα πρέπει να δοθεί χρόνος στον επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισεμπλουμ και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ώστε να γίνουν σοβαρές διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα.

Με την πλευρά της Αθήνας και υπέρ της πρότασης που κατέθεσε χθες ο Γιάννης Βαρουφάκης, εκ μέρους της κυβέρνησης για εξάμηνη επέκταση της δανειακής σύμβασης, φαίνεται να είναι η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ο οποίος είχε συμβολή στη σύνταξή της μαζί με τον Γερουν Ντάισελμπλουμ.

Πάντως, φαίνεται ότι το Βερολίνο αργά χθες το βράδυ προσπάθησε να ηρεμήσει τα… πνεύματα. Το πρακτορείο Bloomberg μετέδωσε ότι η Γερμανία θεωρεί ότι η πρόταση που υπέβαλε η Ελλάδα είναι μία βάση για διαπραγματεύσεις και δεν θεωρεί αναγκαστικά ότι υπάρχει ανάγκη να υποβάλει η Ελλάδα ένα νέο σχέδιο

Το γερμανικό κείμενο στο Euroworkingroup στα ελληνικά

Η ελληνική επιστολή δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη, αλλά ανοίγει τεράστιο χώρο για ερμηνείες. Για να σταθούμε στα τρία πιο σημαντικά σημεία: δεν περιέχει σαφή δέσμευση για επιτυχή ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και αποτυγχάνει να ξεκαθαρίσει ποια θα είναι τα ελληνικά μέτρα. Είναι εντελώς ασαφές πώς η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της τις προσεχείς εβδομάδες, όταν έχει καταγράψει τέτοια πτώση στα έσοδα από τη φορολογία.

Γι’ αυτό το λόγο, η επιστολή δεν συμβαδίζει με τη θέση που εξέφρασε το Eurogroup κατά την τελευταία συνεδρίασή του. Αποτελεί περισσότερο ένα «Δούρειο Ίππο», που έχει σαν στόχο να λάβει χρηματοδότηση-«γέφυρα» και στην ουσία να τερματίσει το παρόν πρόγραμμα. Σε αυτή τη βάση, δεν έχει κανένα νόημα να αρχίσουμε να ετοιμάζουμε μια ανακοίνωση για το Eurogroup της Παρασκευής. Θα πρέπει να στοχεύσουμε τώρα σε τρία πράγματα:

Πρώτον, οι τρεις θεσμοί (σ.σ. ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τη σημερινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας σε σχέση με την επιστολή και να μας συμβουλέψουν, όπως συμφωνήθηκε στο τελευταίο Eurogroup, εάν στη βάση της ελληνικής επιστολής είναι εφικτή μια επιτυχής ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, διασφαλίζοντας ένα επαρκές πρωτογενές πλεόνασμα και τη βιωσιμότητα του χρέους.

Δεύτερον, χρειαζόμαστε μία ξεκάθαρη και πειστική δέσμευση από την Ελλάδα, η οποία μπορεί να εμπεριέχει τρεις σύντομες και ευνόητες φράσεις: «Αιτούμεθα παράτασης του τρέχοντος προγράμματος, κάνοντας χρήση της ενσωματωμένης ευελιξίας. Θα συμφωνήσουμε με τους θεσμούς για οποιαδήποτε αλλαγή των μέτρων στο υπάρχον μνημόνιο. Και στοχεύουμε στην επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος».

Τρίτον, η Ελλάδα έχει δημοσίως επιβεβαιώσει ότι θα απέχει από μονομερή εθνικά μέτρα, ώστε να ανατρέψει το τρέχον πρόγραμμα. Οι Αρχές άμεσα δεν θα λάβουν πρωτοβουλία ή δεν θα εφαρμόσουν οποιοδήποτε μέτρο ή πολιτική που δεν θα συμβαδίζει με τις ήδη υπάρχουσες δεσμεύσεις στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος ή θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική κατάσταση. Αυτό περιλαμβάνει αποχή από τις εξαγγελίες για την αγορά εργασίας και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που πρόκειται να ψηφιστούν στο Κοινοβούλιο αυτή την εβδομάδα.

Τα 10,9 δισ. ευρώ, που προορίζονταν για την τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση, δεν θα πρέπει να παραταθούν, δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία το «stress test» πέρυσι.