Οι επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης είναι πλέον ορατές και στον κλάδο των ιδιωτικών θεραπευτηρίων, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μελέτης της Hellastat ΑΕ η οποία εξετάζει τον εγχώριο κλάδο των υπηρεσιών δευτεροβάθμιας υγείας.

Το 2009 η ανοδική πορεία της αγοράς συνεχίστηκε, αν και με σαφή τάση επιβράδυνσης ενώ φέτος παρατηρείται σημαντική μείωση της νοσηλευτικής κίνησης στις ιδιωτικές μονάδες και προτίμηση των ασθενών για τα δημόσια νοσοκομεία.

Ενδεικτικά, ο συνολικός κύκλος εργασιών των 4 εισηγμένων ιδιωτικών ομίλων υγείας το πρώτο εξάμηνο του 2010 εμφάνισε πτώση κατά 8,5% σε ετήσια βάση, τη στιγμή που βάσει εκτιμήσεων της αγοράς η νοσηλευτική κίνηση στα δημόσια νοσοκομεία από την αρχή του έτους παρουσιάζεται αυξημένη έως και 20-30%.

Το περιβάλλον αυτό έχει διαφοροποιήσει το στρατηγικό προσανατολισμό των εταιρειών. Έτσι, οι επιθετικές επενδυτικές κινήσεις των προηγούμενων ετών έχουν αντικατασταθεί από αμυντική τακτική, που σκοπό έχει την προστασία των μεριδίων αγοράς (μείωση των λειτουργικών εξόδων, χαμηλότερη τιμολόγηση, παροχή υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας που απευθύνονται σε εξειδικευμένες αγορές, υλοποίηση των απαραίτητων κυρίως επενδύσεων και διασφάλιση των απαιτήσεων έναντι των ασφαλιστικών ταμείων).

Στο χώρο των μαιευτηρίων, η είσοδος του «Γαίᨻ στα τέλη του 2009 κλιμάκωσε τον τιμολογιακό ανταγωνισμό, με τις υπόλοιπες εταιρείες να απαντούν ανάλογα. Το «Ρέα», η λειτουργία του οποίου θα ξεκινήσει προσεχώς, αναμένεται να ακολουθήσει παρόμοια πολιτική. Τα χαμηλότερα τιμολόγια, αν και αναγκαία κίνηση που υποδεικνύεται από τον ανταγωνισμό, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε υποχώρηση του κύκλου εργασιών και των περιθωρίων κερδοφορίας.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, οι ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας έχουν επηρεαστεί δυσμενώς από το αρνητικό οικονομικό περιβάλλον. Το κλίμα αυτό θα επικρατήσει και το προσεχές διάστημα, ενώ φέτος εκτιμάται ότι η αγορά θα καταγράψει σημαντική υποχώρηση.

Πολλές μονάδες αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, καθώς η είσπραξη των πληρωμών από τα δημόσια ταμεία καθυστερεί λόγω των διογκούμενων ελλειμμάτων. Το μειονέκτημα αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις κλινικές μεσαίου και μικρού μεγέθους που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στο δημόσιο τομέα.

Ακόμα, τα επενδυτικά προγράμματα των προηγούμενων ετών απαίτησαν σημαντικά δανειακά κεφάλαια, κυρίως μακροπρόθεσμα, γεγονός που αύξησε το χρηματοοικονομικό κόστος και τις ταμειακές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους.

Οι κλινικές μικρότερου μεγέθους, μην έχοντας τη δυνατότητα να εκσυγχρονιστούν, λειτουργούν με απαξιωμένο εξοπλισμό και υστερούν σε ανταγωνιστικότητα, αποτελώντας πιθανούς στόχους εξαγορών.

Τέλος, δυσχέρειες προκαλεί και η χαμηλή επάρκεια σε νοσηλευτικό προσωπικό.