Οι συνέπειες της συμφωνίας απόσυρσης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ θα γίνουν αισθητές και στην Ελλάδα εκτιμά η Ιρλανδή ευρωβουλευτής της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς (GUE/NGL), Μαρτίνα Άντερσον σε συνέντευξη που παραχώρησε στον υπεύθυνο επικοινωνίας της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Βασίλη Κατσαρδή. Η ευρωβουλευτής της GUE/NGL, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, εξέφρασε επίσης την εμπιστοσύνη της στην ελληνική κυβέρνηση ότι μετά το τέλος του προγράμματος «θα προσφέρει στο λαό τη θετική αλλαγή, τη δημοκρατική αλλαγή που βασίζεται στην ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα». «Υπάρχουν 3 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ που ζουν στη Βρετανία και υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που ζουν και εργάζονται και μεγαλώνουν τις οικογένειές τους στη Βρετανία. Χρειάζονται την υποστήριξη της δικής τους χώρας, των συμπατριωτών τους, για να ξέρουν ότι τα δικαιώματα που έχουν διατηρούνται και προστατεύονται», είπε η ευρωβουλευτής του Sinn Fein, προσθέτοντας ότι «σε εθνικό επίπεδο και σε διεθνές επίπεδο, ο λαός της Ελλάδας θα πρέπει να ενδιαφέρεται, γιατί οικονομικά θα επηρεαστεί η ζωή του». «Οι αποφάσεις που θα ληφθούν, οι συνέπειες της συμφωνίας απόσυρσης θα γίνουν αισθητές στην Ελλάδα, καθώς θα γίνουν αισθητές παντού και θα είναι πολύ αργά αν ο λαός της Ελλάδας “υπνοβατήσει” σε αυτό», επισήμανε. Σε ό,τι αφορά το Brexit, η Μ. Άντερσον εξέφρασε την άποψη ότι «όλοι όσοι ψήφισαν στο δημοψήφισμα υπέρ της αποχώρησης δεν ήταν ρατσιστές, αλλά κάθε ρατσιστής ψήφισε Brexit», ενώ σημείωσε ότι «είναι ασύμβατο με την ειρηνευτική και πολιτική διαδικασία στην Ιρλανδία». Εξάλλου, η ίδια επισήμανε ότι η Ευρωομάδα της Αριστεράς, στοιχειοθέτησε υπόθεση σύμφωνα με την οποία η Β. Ιρλανδία θα μπορούσε να παραμείνει στην ενιαία αγορά και στην τελωνειακή ένωση ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να συνεχίσει να έχει δικαιοδοσία. «Για το Sinn Fein η ένωση της Ιρλανδίας είναι η λύση στο πρόβλημα του Brexit, όχι μόνο για τον λαό της Ιρλανδίας αλλά και για τους λαούς της Ευρώπης», υπογραμμίζει η ίδια. Ερωτηθείσα, τέλος, σχετικά με την προοπτική που ανοίγεται στην Ελλάδα μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, η ευρωβουλευτής της GUE/NGL εξέφρασε την εμπιστοσύνη της στην ελληνική κυβέρνηση, λέγοντας ότι «θα προσφέρει στον λαό την αλλαγή, τη θετική αλλαγή, τη δημοκρατική αλλαγή που βασίζεται στην ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα περισσότερο από ό, τι συνέβη δυστυχώς για τους κατοίκους της Νότιας Ιρλανδίας».