Μια σταθερή και ολοένα πιο εμφανής ανισότητα παγιώνεται τα τελευταία χρόνια στο συνταξιοδοτικό τοπίο της χώρας, καθώς οι νέες συντάξεις που χορηγούνται από το Δημόσιο εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερα ποσά σε σχέση με εκείνες του ιδιωτικού τομέα. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο κατηγορίες έχει αποκτήσει πλέον διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, με ορισμένες περιπτώσεις να παρουσιάζουν αποκλίσεις που αγγίζουν ή και ξεπερνούν τα 450 ευρώ τον μήνα.
Η πρόσφατη έκθεση του πληροφοριακού συστήματος «Ήλιος» για τον Μάρτιο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Από τις συνολικά 21.391 νέες συντάξεις που απονεμήθηκαν – κύριες και επικουρικές – οι 12.095 αφορούσαν δικαιούχους του ιδιωτικού τομέα, ενώ μόλις 877 συντάξεις προέρχονταν από πρώην δημόσιους υπαλλήλους. Παρά το μικρότερο αριθμό, οι αποδοχές των τελευταίων ήταν σαφώς υψηλότερες. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος της νέας σύνταξης για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ανήλθε σε 1.216,92 ευρώ, ενώ για εκείνους του ιδιωτικού τομέα μόλις στα 765,98 ευρώ – διαφορά που αγγίζει το 59%, αποτυπώνοντας τις διαχρονικές στρεβλώσεις του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική αν εξετάσει κανείς το σύνολο των συνταξιούχων. Παρά τη μικρή αύξηση στις μέσες μεικτές αποδοχές από κύριες συντάξεις (κατά 22,71 ευρώ σε σχέση με το 2023, με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 841,39 ευρώ), πάνω από το 59% των κύριων συντάξεων γήρατος εξακολουθούν να κυμαίνονται κάτω από τα 1.000 ευρώ. Το 15% των συνταξιούχων μάλιστα (περίπου 285.000 άτομα) ζει με κύρια σύνταξη έως 500 ευρώ, ενώ σχεδόν οι μισοί λαμβάνουν μεταξύ 501 και 1.000 ευρώ μηνιαίως. Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν μια πραγματικότητα στην οποία η πλειονότητα των συνταξιούχων εξακολουθεί να κινείται στα κατώτερα κλιμάκια απολαβών.
Την ίδια ώρα, χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες κινδυνεύουν να βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων στο μέλλον, καθώς η συντριπτική πλειονότητα επιλέγει σταθερά τη χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία, θυσιάζοντας εν γνώσει τους τη μελλοντική τους σύνταξη. Από την εφαρμογή του νέου συστήματος το 2020 και έπειτα, περίπου 8 με 9 στους 10 ασφαλισμένους επιλέγουν την πρώτη και πιο οικονομική κατηγορία – μια τάση που δεν έχει μεταβληθεί, ούτε όταν οι εισφορές παρέμειναν σταθερές την περίοδο 2020–2022, ούτε όταν άρχισαν να αυξάνονται: κατά 9,6% το 2023 και 3,46% το 2024.
Η πρακτική αυτή, αν και ελαφρύνει άμεσα τα μηνιαία βάρη, οδηγεί σε πολύ χαμηλές συντάξεις μεσομακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, στη χαμηλότερη κατηγορία, η συνολική μηνιαία εισφορά φτάνει τα 248 ευρώ. Όμως, μόνο τα 175 ευρώ εξ αυτών αφορούν την κύρια σύνταξη – το υπόλοιπο καλύπτει την υγειονομική περίθαλψη και την εισφορά υπέρ ανεργίας. Έτσι, ακόμη και μετά από 30 ή 35 χρόνια ασφάλισης, το προσδοκώμενο συνταξιοδοτικό ποσό είναι απογοητευτικά χαμηλό: περίπου 658 ευρώ για 30 έτη και 754 ευρώ για 35 έτη ασφάλισης. Ακόμη και η δεύτερη κατηγορία οδηγεί σε σύνταξη που σπάνια ξεπερνά τα 900 ευρώ, εκτός κι αν ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει πάνω από 40 έτη.
Αντίθετα, μόνο οι ανώτερες κατηγορίες – τρίτη και άνω – προσφέρουν προοπτικές σύνταξης που μπορούν να προσεγγίσουν τα 1.100 ευρώ (για 40 χρόνια ασφάλισης), ενώ η υψηλότερη κατηγορία μπορεί θεωρητικά να εξασφαλίσει έως και 1.900 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, οι περισσότεροι ασφαλισμένοι δεν επιλέγουν αυτή τη διαδρομή, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω ελλιπούς πληροφόρησης για τον πραγματικό αντίκτυπο της ασφαλιστικής τους στρατηγικής.
Το αποτέλεσμα είναι μια διπλή στρέβλωση: αφενός η συνεχής αναπαραγωγή ενός συστήματος άνισης μεταχείρισης υπέρ των συνταξιούχων του Δημοσίου, και αφετέρου η αναπαραγωγή φτωχών συντάξεων στον ιδιωτικό τομέα, με ευθύνη – εν μέρει – και των ίδιων των ασφαλισμένων. Καθίσταται πλέον αναγκαία μια συνολική επανεξέταση της ασφαλιστικής πολιτικής, με έμφαση στην ισότητα, τη βιωσιμότητα και την έγκαιρη ενημέρωση των ασφαλισμένων για τις μακροχρόνιες συνέπειες των επιλογών τους.