«Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η Θεία Χαδούλα, η κοινώς καλουμένη Γιαννού, ή Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ’ εθυσίαζε τον ύπνον πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσο δια την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αυτή προ ολίγου είχεν αποκοιμηθεί επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της….»

Αυτή είναι η πρώτη γνωριμία με την ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, με την Χαδούλα ή αλλιώς Φραγκογιαννού, με εκείνη που ενέπνευσε τόσους και τόσους στο στοχασμό, που εξίσωσε το όνομά της με την φρικαλεότητα ειδεχθών εγκλημάτων τόσο πολύ ώστε χρόνια αργότερα κάθε φόνισσα να χαρακτηρίζεται με το όνομα της …

Πέραν αυτού βέβαια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράδειγμα της λογοτεχνικής σημασία της εν λόγω νουβέλας, το γεγονός και μόνο πως ένα έργο, γραμμένο στην καθαρεύουσα πριν από 110 χρόνια, εξακολουθεί να μαγεύει τον σημερινό αναγνώστη, το μετατρέπει ταυτόχρονα και σε έναν από τους καλύτερους πρεσβευτές της έννοιας του κλασσικού.

Πέραν της ξεχωριστής θέσης στη λογοτεχνία βέβαια η Φόνισσα κατέχει εξέχουσα θέση και στο σύνολο του έργου του συγγραφέα της, αφού αν δεν υπήρχε το έργο θα έμενε λειψό όσον αφορά την προβληματική του κακού που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus.

Το έργο του επωνομαζόμενου, άγιου των γραμμάτων, είναι γεμάτο από ποικίλες εκδηλώσεις και μορφές του κακού. Αδικία, δόλος, απάτη, φθόνος, μίσος, εγωισμός, σκληρότητα και καταλαλιά, μάγια, μέθη και ασωτία πλεονάζουν στις σελίδες του. Σ΄ αυτό το πλούσιο τραπέζι του κακού χορταίνει την πείνα του το νεότερο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα.
Κι αν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παπαδιαμαντικού κακού στο σύνολό του είναι πως κατά κανόνα είναι το καθημερινό, αυτό που δεν θέτει σε κίνδυνο την κοινωνία και μάλιστα με συνηθέστερο δράστη κάποιον δημώδη τύπο, στην Φόνισσα η μορφή του διαφοροποιείται, μετασχηματίζεται.
Η ηλικιωμένη χήρα Χαδούλα, έχει ζήσει δύσκολη ζωή , αυτή των γυναικών που επιβιώνουν σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Περνά από την δικαιοδοσία του πατέρα της σε αυτή του άντρα της και τα βάσανά της δεν τελειώνουν. Αυτά την ωθούν άλλωστε στο να υιοθετήσει μια φιλοσοφία ζωής που ήθελε κάθε κορίτσι να είναι καταδικασμένο από την κοινωνία να ζήσει υποτακτικά και ανελεύθερα άρα δυστυχισμένα.

Μπροστά σε αυτή την αναπόφευκτη μοίρα, η Φραγκογιαννού παίρνει μια τραγική απόφαση. Σαν θεϊκή απεσταλμένη αποφασίζει να γλιτώσει τα κορίτσια από την μελλοντική καταδυνάστευσή τους. Αρχικά πνίγει με τα ίδια της τα χέρια την εγγονή της, χωρίς να φανεί η δολοφονία της, και σταδιακά, εμπεδώνοντας όλο και περισσότερο τον ρόλο του σωτήρα των άμοιρων θηλέων, σκοτώνει όποια κορίτσια μπορεί. Παρά τα διλήμματά-της, είναι πεπεισμένη πως τα απαλλάσσει από τη σκληρή ζωή που τα περιμένει.

Όταν η χωροφυλακή στρέφει τις υποψίες της επάνω της, κι αρχίζει να την κυνηγά, πνίγεται στο πέρασμα ανάμεσα στη στεριά και σε ένα μικρό νησί, όπου πήγαινε να εξομολογηθεί….

Το κακό που πράττει η Χαδούλα δεν είναι καθημερινό και συνηθισμένο όπως σε όλα τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα, αλλά ριζικό μέγα και ασυγχώρητο. Η Φραγκογιαννού παραβαίνει την υπέρτατη εντολή, «ου φονεύσεις», κι αυτό την αποκόπτει από την κοινότητα . Μετά την πράξη της, η τάξη δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε η ζωή να συνεχιστεί.

Διαπράττει τα φρικτά εγκλήματά της γιατί θέλει να λυτρώσει τα παιδιά και τους γονείς τους από τα βάσανα και τον πόνο. Σκοτώνει για να σώσει, εγκληματεί για το καλό, αλλά το κίνητρό της είναι τόσο αντίθετο με την βιαιότητα της πράξης της που καμία κοινωνία δεν θα μπορούσε να το καταλάβει.

«Ευρευνώσα την συνείδησίν της, εν πράγμα εύρισκεν, ό,τι είχε κάμει και τότε και τώρα το είχε κάμει δια το καλόν»
Η ηρωίδα σκοτώνει για φιλοσοφικούς λόγους και μάλιστα χωρίς να είναι διανοούμενη και χωρίς να το πράττει πάνω στην παραφορά κάποιου πάθους. Δεν σκοτώνει βέβαια ούτε από υπολογισμό και συμφέρον. Το έγκλημά της είναι πράξη μεγάλης ανιδιοτέλειας , αυτοθυσίας, χωρίς να έχει να κερδίσει κάτι από αυτό.

Η ίδια την χαρακτηρίζει πράξη υψηλή παρόλο που δεν πίστευε πως θα είχε ποτέ την αποφασιστικότητα να την πράξει. Ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας όμως μένει άναυδος και άφωνος μπροστά στο κίνητρο που οπλίζει το χέρι της ηρωίδας. Η κοινωνιολογία και η ψυχολογία φαίνεται πως για εκείνον δεν μπορούν να εξηγήσουν το απόλυτο κακό. Σαν να μεταφέρει στον αναγνώστη το μήνυμα πως το να ερμηνεύεις τα κίνητρα μιας ειδεχθούς πράξης είναι εν μέρει σαν να την αιτιολογείς….

Ακόμα κι όταν η ηρωίδα κατανοεί τα φρικτά της εγκλήματα αλλάζει την μετάφρασή τους με την βοήθεια της θεϊκής παρέμβασης ονοματίζοντας τον εαυτό της τιμωρό ή εκτελεστή ενός αναπότρεπτου ριζικού.

Έτσι ο άσκοπος και αναίτιος πειρασμός του φόνου μένει ανατριχιαστικά ακατανόητος, όπως υποχρεούται σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας δεν ξενίζεται απέναντι στο κακό , δεν εκπλήσσεται, δεν προσπαθεί να το εξηγήσει.

Πηγή του ίσως είναι η μόνιμη δυσαρέσκεια, ο γογγυσμός ,το να μην ευχαριστιέται κανείς τίποτα και να αρνείται σταθερά να δει τον κόσμο όπως τον είδε ο δημιουργός του. Έτσι όπως είναι κάπως κι ο κόσμος της πρωταγωνίστριας, ένας κόσμος αδικίας, βασάνων, ταλαιπωρίας, στέρησης…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»