Έφθασε στον Ισημερινό ο Κώστας Μητσάκης και πέρασε «επίσημα» στον Αφρικανικό Νότο, εκεί όπου ο χειμώνας κάνει όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία του.

Ο «Γύρος του Κόσμου Νότια» συνεχίζεται με την ανταπόκριση του οδοιπόρου στο newsbeast.gr:

«Ο μυρωδάτος αιθιοπικός καφές που απολάμβανα στο εντευκτήριο της ελληνικής κοινότητας –βρίσκεται στις εγκαταστάσεις του αθλητικού συλλόγου “Ολυμπιακός” στην Αντίς Αμπέμπα– επισφράγιζε το θερμό καλωσόρισμα που έτυχα από τους ομογενείς της Αιθιοπίας.

Λίγο νωρίτερα είχα επισκεφθεί και την παρακείμενη “Καλογεροπούλειο Σχολή”, εκεί όπου εκπαιδευτικοί από την Ελλάδα μεταλαμπαδεύουν τα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό στα ελληνόπουλα της Αιθιοπίας, επιτελώντας ένα αξιέπαινο και ζηλευτό έργο.

Την γνωριμία μου με την αιθιοπική πρωτεύουσα επωμίσθηκε ο Νίκος Παπαδόπουλος, που είχε έρθει στην Αιθιοπία από το Κονγκό πριν από 40 χρόνια και διατηρούσε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες εξαγωγής καφέ της χώρας. Παρέα με τον καλοσυνάτο Νίκο, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου, η εκκλησία της Αγίας Τριάδας (με τον τάφο του Χαϊλέ Σελασιέ), το μαυσωλείο του Μενελίκ και το Africa Hall πέρασαν για πάντα στη μνήμη μου.

Με την πυξίδα στραμμένη προς το αιθιοπικό νότο, η αναχώρησή μου από την Αντίς Αμπέμπα έγινε νωρίς τα ξημερώματα. Προορισμός τα σύνορα της Κένυας (και συγκεκριμένα η παραμεθόριος πόλη Moyale, 840 χλμ. μακριά), όπου υπολόγιζα να φτάσω σε δυο μέρες.

Ένα πράσινο ορεινό τοπίο με έντονη υποτροπική βλάστηση ήταν το φυσικό ντεκόρ της διαδρομής των πρώτων 500 χλμ., ενώ τη δεύτερη μέρα την σκυτάλη πήρε η χλωρίδα της αφρικανικής σαβάνας.

Ωστόσο, διασχίζοντας το μονότονο οικοσύστημα της αιθιοπικής σαβάνας, έπιασα τον εαυτό μου αδικαιολόγητα αναστατωμένο, καθώς ένιωθα πως η μοναξιά της διαδρομής (οδηγούσα σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες εκτάσεις της Αιθιοπίας) μού είχε δημιουργήσει έντονη την αίσθηση ενός απροσδιόριστου φόβου.

Η Κένυα, η πατρίδα του Γιόμο Κενυάτα, με υποδέχτηκε με το χειρότερο τρόπο. Στα πρώτα 400 χλμ., ένας δύσκολος χωματόδρομος έβαλε σε τρομερή δοκιμασία αναβάτη και μοτοσυκλέτα. Η διαδρομή Moyale-Marsabit-Isiolo ήταν ομολογουμένως μια υπέρτατη σωματική και ψυχολογική καταπόνηση.

Σκόνη, πέτρα, ιδρώτας και μοναξιά. Περνώντας από τα λιγοστά χωριά της διαδρομής, μου δόθηκε ωστόσο η ευκαιρία να γνωρίσω τους Σαμκούρου, ένα νομαδικό λαό με πολεμικές δάφνες που ξεχωρίζει για τον πρωτόγονο τρόπο ζωής του. Οι Σαμκούρου θεωρούνται αδελφική φυλή με τους Μασάι και αποτελούν ένα μικρό μόλις κομμάτι του πληθυσμιακού μωσαϊκού της χώρας, καθώς στην Κένυα συνυπάρχουν σαράντα περίπου διαφορετικές φυλές.

Οδηγώντας κατόπιν στη διαδρομή Isiolo-Nairobi (230 χλμ.), η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα φρενάρισε με δύναμη στα περίχωρα της πόλης Nanyuki. Ο λόγος; Ήθελα να απαθανατίσω φωτογραφικά την παρουσία μου στη νοητή γραμμή του Ισημερινού, ο οποίος τέμνει την Κένυα στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο.

Η είσοδός μου στο νότιο ημισφαίριο της Γης ήταν γεγονός, ενώ η θερμοκρασία των 17 βαθμών Κελσίου αποτελούσε το καλωσόρισμα στο χειμώνα του νοτίου ημισφαιρίου. Ήμουν και επίσημα πλέον ο… “ταξιδιώτης του Νότου”!

Στην πρωτεύουσα Nairobi δεν σκόπευα να μείνω, όπως και τελικά έκανα. Οι πληροφορίες μου έλεγαν για μια πόλη με μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας, λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας στους δρόμους της.

Έτσι, προτίμησα να την προσπεράσω τάχιστα και να κατευθυνθώ στα σύνορα της Τανζανίας, που απείχαν μόλις 130 χλμ. νότια της κενυάτικης μεγαλούπολης. Οι συνοριακές διαδικασίες για την είσοδό μου στην πέμπτη κατά σειρά αφρικανική χώρα του ταξιδιού υπήρξαν ανέλπιστα σύντομες, αποκλείοντας γραφειοκρατικούς λαβύρινθους, έρευνα αποσκευών και έλεγχο μοτοσικλέτας.

Μια μόνο σφραγίδα στο διαβατήριό μου και …”Welcome to Tanzania”. Αντίθετα, εκεί που καθυστέρησα αρκετά ήταν για να ξεφύγω από τον ασφυκτικό κλοιό των γηγενών Μασάι, που προσπαθούσαν να μου πουλήσουν μικροαντικείμενα της καθημερινότητάς τους με αντάλλαγμα λίγα δολάρια.

Χτισμένη στους πρόποδες του όρους Meru, η πόλη Arusha (μόλις 105 χλμ. νότια της συνοριακής μεθορίου) ήταν ο πρώτος σταθμός μου στην Τανζανία. Πρόκειται μια πόλη-ορμητήριο των τουριστών που έρχονται εδώ για να κάνουν σαφάρι σε δύο από τα σημαντικότερα και πλουσιότερα οικοσυστήματα του πλανήτη: στο εθνικό πάρκο Ngorongoro και στο εθνικό πάρκο Serengeti.

Το δικό μου καλωσόρισμα στην Arusha δεν ήταν ωστόσο το ιδανικότερο. Μποτιλιαρισμένος στο κέντρο της πόλης (έψαχνα για ξενοδοχείο), δέχτηκα αιφνιδιαστικά την επίθεση ενός ατόμου, που κατάφερε μέσα σε δευτερόλεπτα να κόψει με μαχαίρι τους ιμάντες που συγκρατούσαν τη μία τσάντα και να τραπεί σε φυγή με το λάφυρό του.

Για καλή μου όμως τύχη, τρία άτομα από το πλήθος που παρακολουθούσαν τη σκηνή και άκουσαν τις φωνές μου, καταδίωξαν τον κλέφτη, ο οποίος προτίμησε τελικά να πετάξει την τσάντα και να εξαφανιστεί στους παρακείμενους δρόμους.

Η τσάντα επιστράφηκε αισίως στα χέρια μου, ενώ εγώ συνειδητοποιούσα με τον πλέον άμεσο τρόπο πως μπορεί να υπολείπονταν 3.500 χλμ. για να φτάσω στη Νότια Αφρική και να ολοκληρώσω το αφρικάνικο σκέλος του ταξιδιού, θα έπρεπε όμως να βρίσκομαι συνεχώς σε εγρήγορση και μην εφησυχάζω διόλου».