Το ταξίδι των 80 ήμερων του Κωνσταντίνου Μητσάκη ξεκίνησε. Πρώτος του σταθμός εκτός Ελλάδας για το «Γύρο του Κόσμου… Νότια», είναι η γειτονική Τουρκία, όπου και βρέθηκε ταξιδεύοντας από τη Χίο.

Πέρασε στο Τσεσμέ και διάνυσε 1.000 χιλιόμετρα για να καταλήξει στο λιμάνι της Μερσίνας και να ταξιδέψει για Αίγυπτο.

Διαβάστε την πρώτη ανταπόκριση του στο newsbeast.gr

«Ο ήλιος που ξεπρόβαλε με βρήκε σε μια καρέκλα καφενείου στην παραλιακή οδό της Χίου να προσπαθώ με δυσκολία να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου – παρά το δεύτερο δυνατό καφέ.

Έχοντας αποβιβαστεί στο νησί της μαστίχας στις 03.40 τα ξημερώματα (επιβάτης στο ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Πειραιά-Χίο) περίμενα καρτερικά μέχρι τις 08.30 το πρωί για να περάσω στις απέναντι μικρασιατικές ακτές μ’ ένα μικρό πλοιάριο. Κάθε αρχή και δύσκολη…

Το πέρασμα από τη Χίο στο τουρκικό παραθεριστικό κέντρο Τσεσμέ έγινε πάντως με μιάμιση ώρα καθυστέρηση, καθώς είχε σκαλώσει η άγκυρα του μικρού πλοιαρίου στο βυθό του λιμανιού. Χρειάστηκε τελικά η επέμβαση των αντρών του τοπικού λιμεναρχείου για να ξεκινήσουμε το υδάτινο δρομολόγιο με προορισμό τη γειτονική Τουρκία.

Μετά τις σύντομες συνοριακές διαδικασίες, η Τουρκία ήταν έτοιμη να προσφέρει πρώτη τους δρόμους της για να ξεκινήσει ο δίτροχος “Γύρος του Κόσμου… Νότια”.

Πριν όμως πατήσω τη μίζα της πορτοκαλί ΚΤΜ, περπάτησα για λίγο στην παραλία και άφησα τη βουβή ματιά μου να κολυμπήσει στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.

Αφού έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου, αφουγκράστηκα για μια τελευταία φορά τον ποιητικό παφλασμό των κυμάτων και αμέσως μετά ξεκίνησα την τιτάνια πορεία στους δρόμους του κόσμου…

Η κόκκινη γραμμή του χάρτη στην Τουρκία ένωνε τις πόλεις Ουσάκ, Αφιόν, Κόνυα, Καραμάν και Μερσίνα, οριοθετώντας μια διαδρομή 1.000 χλμ.

Απώτερος προορισμός το λιμάνι της Μερσίνας, απ’ όπου ένα άλλο καράβι θα με μεταφέρει στην Αίγυπτο. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στη Συρία, η οδική διάσχιση της Μέσης Ανατολής είναι απαγορευτική.

Παρά τη ταλαιπωρία της προηγούμενης νύχτας, την πρώτη μέρα κατάφερα να οδηγήσω για περίπου 650 χλμ. και να φτάσω αρκετά κοντά στην πόλη των Δερβίσηδων, την Κόνυα.

Τη δεύτερη μέρα, αρκετά πιο ξεκούραστος και λιγότερο… νυσταγμένος, έφτασα μετά από 350 χλμ. στην πόλη Μερσίνα, που καθρεπτίζεται στα ζεστά νερά της Ανατολικής Μεσογείου.

Από τα πρώτα πάντως χιλιόμετρα στην Τουρκία, ένιωθα επίμονα ένα ανεξήγητο σφίξιμο στην καρδιά, έναν κόμπο στο λαιμό που μου έκοβε την ανάσα.

Οι παραστάσεις της εύφορης μικρασιατικής γης, με την οικεία μεσογειακή χλωρίδα και τα γραφικά κεραμόσπιτα των πάμπολλων οικισμών που με συνόδευαν καθ’ οδόν, παρέπεμπαν την ιστορική μου μνήμη στις αλησμόνητες πατρίδες. Αυτά τα ιστορικά χώματα του Ελληνισμού, που τα στοιχειώνουν τα ίχνη της παρουσίας του προγονικού πολιτισμού.

Όλες όμως οι σκέψεις και οι προβληματισμοί μου για τρισχιλιετή δημιουργική παρουσία του ελληνισμού στην αντίπερα ακτή χάθηκαν αμετάκλητα, όταν ένα γιγάντιο τσοπανόσκυλο βρέθηκε εντελώς ξαφνικά στην πορεία της μοτοσικλέτας, περίπου 60 χλμ. δυτικά της πόλης Αφιόν.

Πέφτοντας ακαριαία στα φρένα, κατάφερα τελικά να περάσω μόλις λίγα εκατοστά πίσω από το αμέριμνο τετράποδο, ενώ λουσμένος στον ιδρώτα, σκεφτόμουν με τρόμο ότι ίσως το ταξίδι μου να είχε αναβληθεί πριν καλά-καλά αρχίσει!

Σε αντίθεση με το σύγχρονο αρχιτεκτονικό πρόσωπο των τουρκικών πόλεων, η εικόνα των χωριών της ενδοχώρας με ταξίδευε πίσω στο χρόνο.

Προσκολλημένοι στον παραδοσιακό τρόπο ζωής, οι τοπικοί οικισμοί με τα χαμηλά πετρόκτιστα σπίτια εξέπεμπαν μια ιδιαίτερη γοητεία και έλξη για τη δυτική ματιά μου, ενώ οι συνθήκες και οι τρόποι διαβίωσης που αντίκριζα σίγουρα αναφέρονταν σε μια άλλη, μακρινή εποχή.

Επιδιώκοντας την ταύτισή μου με την καθημερινότητα των ντόπιων, δεν δίσταζα να σταματώ παράμερα την μοτοσυκλέτα και να περπατώ μέσα στα ταπεινά χωριά της διαδρομής.

Τι ανακάλυπτα με έκπληξη με κάθε βήμα μου; Ανοικτές πόρτες και ξεκλείδωτες καρδιές… Αξέχαστη θα μου μείνει άλλωστε η γνωριμία με την μαντηλοφορεμένη Ασλάν, σ’ ένα ορεινό χωριό της διαδρομής Καραμάν-Μερσίνα.

Σταματώντας για να τη φωτογραφίσω, η αναφορά της εθνικής καταγωγής μου στάθηκε η αφορμή να ακούσω από τα χείλια της Ασλάν παραφθαρμένες ελληνικές φράσεις και λόγια. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε, η γιαγιά της είχε ελληνικές ρίζες, κάτι που δεν έκρυβε άλλωστε και η ίδια.

Τόση ήταν μάλιστα η συγκίνησή της που αντίκρισε Έλληνα, που δεν δίστασε διόλου να με πάει μέχρι το σπίτι της και να με γεμίσει με πεσκέσια: σκληρό ζυμωτό ψωμί, ντομάτες, τυρί πρόβειο και φρέσκα λαχανικά από τον κήπο της!

Στη Μερσίνα, που έφτασα το μεσημέρι της δεύτερης μέρας, τα νέα που άκουσα δεν ήταν τόσο ευχάριστα: το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Μερσίνα-Πορτ Σάιντ, που ήταν προγραμματισμένο για το ίδιο βράδυ (26/6), θα καθυστερούσε για τουλάχιστον 2 εικοσιτετράωρα, μέχρι να γεμίσει το πλοίο με νταλίκες και φορτηγά. Έτσι, ήμουν πλέον υποχρεωμένος να στρατοπεδεύσω –παρά την θέλησή μου- στην παραλιακή πόλη την Νότιας Τουρκίας και να περιμένω υπομονετικά το πλοίο να σφυρίξει…»