Αντιδράσεις από όλες τις πλευρές προκάλεσε η χθεσινή «απειλή» της Καγκελαρίου ‘Αγγελα Μέρκελ προς τις κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων, ότι, εάν δεν εφαρμόσουν τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί για τον έλεγχο της πανδημίας, θα παρέμβει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προκειμένου να τα επιβάλει, αναφέρει το ΑΠΕ.

Από την πλευρά της οικονομίας, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φούεστ επέκρινε την «στάση αναμονής» της Καγκελαρίου και ζήτησε άμεση επιβολή «σκληρού πασχαλινού lockdown» διάρκειας δύο εβδομάδων. «Με τις πασχαλινές διακοπές έχουμε ένα “παράθυρο” χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου τα παιδιά δεν πηγαίνουν ούτως ή άλλως στο σχολείο. Το γιατί λοιπόν δεν το αξιοποιεί κανείς αυτό αποφασιστικά, προκειμένου να περιορίσει τον αριθμό των κρουσμάτων, μου είναι ακατανόητο», δήλωσε ο κ. Φούεστ και τόνισε ότι σε μια έκτακτη κατάσταση θα περίμενε κανείς από την αρχηγό της κυβέρνησης να προχωρούσε η ίδια μπροστά. «Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να καλέσει ήδη σήμερα τους Πρωθυπουργούς και να λάβουν μαζί αποφάσεις, οι οποίες θα έχουν πραγματικό αποτέλεσμα. Η πορεία της κυβέρνησης απλώς παρατείνει την ανασφάλεια και αυξάνει τα προβλήματα», πρόσθεσε. Ανάλογη θέση, υπέρ ενός αυστηρότερου lockdown διάρκειας δύο ή τριών εβδομάδων, έλαβαν το τελευταίο Σαββατοκύριακο τόσο ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν όσο και οι γιατροί των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, οι οποίοι βλέπουν το σύστημα καθημερινά να επιβαρύνεται.

«Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει τώρα να πάρει το πηδάλιο», δήλωσε νωρίτερα σήμερα ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ και πρότεινε είτε να συγκεκριμενοποιηθεί ο νόμος περί προστασίας από επιδημίες είτε να θεσπιστεί νέα νομοθεσία, με την οποία θα ρυθμίζεται με ακρίβεια τι πρέπει να συμβεί σε κάθε περίπτωση. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε πάντα τη νομοθετική αρμοδιότητα σε αυτόν τον τομέα. Πρέπει απλώς να την χρησιμοποιήσει», δήλωσε ο κ. Ζεεχόφερ και περιέγραψε ως «λάθος» την διαχείριση της πανδημίας μέσω τηλεδιασκέψεων με τους Πρωθυπουργούς των κρατιδίων. «Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία», τόνισε και ζήτησε και αυτός «όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό» για τις επόμενες δύο εβδομάδες.

Υπέρ της ενίσχυσης της εξουσίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης τάχθηκε και ο Πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ (CSU), επισημαίνοντας ότι στην περίπτωση της πανδημίας το κεντρικό κράτος θα πρέπει να υποχρεώνει τα κρατίδια να έχουν σαφείς κανόνες.

Από την πλευρά του ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας και αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) ‘Αρμιν Λάσετ, στον οποίο αναφέρθηκε χθες εμμέσως η κυρία Μέρκελ, καταδικάζοντας όσες τοπικές κυβερνήσεις σχεδιάζουν οποιαδήποτε χαλάρωση των μέτρων, ζήτησε η επόμενη διάσκεψη Καγκελαρίου και Πρωθυπουργών να γίνει με φυσική παρουσία και όχι μέσω τηλεδιάσκεψης. Σημείωσε μάλιστα ότι το ίδιο επιθυμεί και το προεδρείο του CDU, προκειμένου να μην επαναληφθεί η κατάσταση της προηγούμενης Δευτέρας, όταν η τηλεδιάσκεψη ξεκίνησε στις 15:30, διακόπηκε στις 18:30 με την Καγκελάριο να καταγγέλλει κάποιους από τους συνομιλητές της για «υπερβολική χαλαρότητα», για να συνεχιστεί τα μεσάνυχτα και να ολοκληρωθεί στις 3:00 τα ξημερώματα.

Ενοχλημένος από το ύφος και τον τόνο της ‘Αγγελα Μέρκελ κατά την χθεσινή συνέντευξη εμφανίστηκε και ο Πρωθυπουργός της Θουριγγίας Μπόντο Ράμελο (Αριστερά). «Λυπάμαι πολύ όταν ακούω κάποιον να λέει τι θα μπορούσε να γίνει, αλλά ο ίδιος να μην κάνει τίποτα. Με ενοχλεί που στήνει (ενν. η Καγκελάριος) σκηνικό απειλής», είπε χαρακτηριστικά στο RND ο κ. Ράμελο, ο οποίος πάντως είχε ταχθεί υπέρ αυστηρότερων μέτρων.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ ωστόσο, παρά τις αλλεπάλληλες ερωτήσεις από δημοσιογράφους, αρνήθηκε «να ερμηνεύσει συνέντευξη 60′ λεπτών της Καγκελαρίου», όπως είπε χαρακτηριστικά, ενώ τόνισε ότι για την ώρα δεν υπάρχει σχέδιο για νέα διαβούλευση μεταξύ Καγκελαρίας και κρατιδίων. «Αντ΄αυτού, είναι απαραίτητο τα κρατίδια να εφαρμόσουν όσα έχουν υποσχεθεί», τόνισε.