Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας είναι η πολιτική της απαγωγής και της ιδεολογικής χειραγώγησης των Ουκρανών παιδιών.

Όπως αναφέρει το Politico, πρόκειται για μια σκοτεινή πρακτική που δεν αποτελεί απλώς κρατική πολιτική της Ρωσίας, αλλά φανερώνει και τη βαθύτερη επιδίωξη του πολέμου: την καταστροφή της Ουκρανίας όχι μόνο ως κράτος αλλά και ως έθνος, και την εξάλειψη της ουκρανικής ταυτότητας.

Αυτό το έγκλημα αποτελεί τη βάση του εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) κατά του Βλαντίμιρ Πούτιν και της επιτρόπου του για τα δικαιώματα των παιδιών, Μαρίας Λβόβα-Μπέλοβα. Η τραγική πραγματικότητα είναι ότι πάνω από 19.500 Ουκρανόπουλα έχουν απαχθεί από τη Ρωσία.

Το Κίεβο έχει θέσει την επιστροφή των παιδιών ως κεντρικό ζήτημα στις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία για κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτική συμφωνία. Η επιθυμία επαναπατρισμού τους διαπερνά βαθιά την ουκρανική κοινωνία. Στις 2 Ιουνίου, παρουσιάστηκε στη ρωσική αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη λίστα με 339 ονόματα παιδιών.

Ωστόσο, η Ρωσία απορρίπτει ακόμα και την έννοια της απαγωγής των παιδιών, χλευάζοντας την ιδέα της επιστροφής τους στην Ουκρανία.

Ο επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας, Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, υποστήριξε στις συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη πως δεν υπάρχουν απαχθέντα παιδιά, μόνο Ουκρανόπουλα που «διασώθηκαν» από Ρώσους στρατιώτες. Απέκρουσε τις ουκρανικές απαιτήσεις, χαρακτηρίζοντάς τες παράσταση για «συμπαθητικές Ευρωπαίες γιαγιάδες».

Αυτή η παραπλανητική ρητορική ξεχωρίζει για δύο λόγους.

Πρώτον, η απόρριψη του εγκλήματος από τον Μεντίνσκι δεν είναι απλώς αναμενόμενη παραπληροφόρηση, αλλά αποτελεί στοχευμένη επίθεση στα θεμέλια της Διεθνούς Δικαιοσύνης. Αντικαθιστώντας την προστασία που εγγυώνται τα παιδιά βάσει των Συμβάσεων της Γενεύης και του Καταστατικού της Ρώμης με κυνική προπαγάνδα, δεν ψεύδεται απλώς: επιχειρεί να αποδομήσει το ίδιο το πλαίσιο που χαρακτηρίζει τις πράξεις της Ρωσίας ως εγκληματικές. Δεν πρόκειται για απλή διαστρέβλωση, αλλά για σκόπιμη προσπάθεια κανονικοποίησης της απαγωγής παιδιών ως θεμιτής πράξης πολέμου, αντί για σοβαρή παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου.

Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το θράσος. Ο Μεντίνσκι δεν αρνείται απλώς το έγκλημα, αλλά επιχειρεί να ξαναγράψει σε πραγματικό χρόνο τους αποδεκτούς κανόνες του πολέμου, σβήνοντας τις νομικές διακρίσεις μεταξύ διάσωσης και απαγωγής. Παρουσιάζοντας τη διεκδίκηση δικαιοσύνης της Ουκρανίας ως θεατρική παράσταση για «Ευρωπαίες γιαγιάδες», υποβαθμίζει τα εντάλματα σύλληψης του ΔΠΔ για τον Πούτιν και τη Λβόβα-Μπέλοβα, εντάλματα βασισμένα σε τεκμηριωμένα στοιχεία. Αυτή είναι η στρατηγική της Ρωσίας: όπλο η γελοιοποίηση, ώστε να διαβρωθεί η αξιοπιστία των διεθνών θεσμών, την ίδια στιγμή που συνεχίζει να διαπράττει τα εγκλήματα που οι θεσμοί αυτοί καλούνται να τιμωρήσουν.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η απαγωγή μέσω αναγκαστικής μετακίνησης αποτελεί έγκλημα πολέμου. Αν δεν υπάρχει συναίνεση από τον νόμιμο κηδεμόνα, ή αν αυτή δίνεται υπό πίεση, τότε είναι νομικά άκυρη.

Εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, ο οργανισμός The Reckoning Project συλλέγει καταθέσεις μαρτύρων και επιζώντων απαγωγών παιδιών. Τα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα ως προς την έκταση και τον σκοπό των απαγωγών από ρωσικής πλευράς.

Ο μακροπρόθεσμος στόχος της Ρωσίας είναι να διαγράψει την ουκρανική ταυτότητα από περισσότερα από 1,5 εκατομμύριο παιδιά που ζουν υπό κατοχή. Τα παιδιά αυτά υποβάλλονται σε φιλορωσική πλύση εγκεφάλου, εξαναγκάζονται να υιοθετήσουν ρωσικά ονόματα, διαβατήρια, ιστορία, κουλτούρα και γλώσσα. Αλλά οι προσπάθειες του Κρεμλίνου δεν σταματούν εκεί: σε πολλές περιπτώσεις, τα παιδιά υποβάλλονται και σε στρατιωτική εκπαίδευση και παραστρατιωτικά προγράμματα νεολαίας, όπως εκείνα που βασίζονται στο κίνημα Γιούνιαρμια (Young Army Cadets National Movement).

Τα προγράμματα αυτά στοχεύουν να εμφυσήσουν πίστη στη Ρωσία και να προετοιμάσουν τα παιδιά για πιθανή στρατιωτική ένταξη, μετατρέποντάς τα σε όπλα κατά του ίδιου του λαού και της χώρας τους.

Δεύτερον, οι ισχυρισμοί του Μεντίνσκι δεν είναι απλώς ρητορικά τεχνάσματα ή εναλλακτικές απόψεις, είναι στοχευμένες προσπάθειες συγκάλυψης εγκλημάτων πολέμου. Αν ακολουθήσει κανείς τη λογική του, τα Ουκρανόπουλα «διασώζονται» από τους ίδιους Ρώσους στρατιώτες που ξεκίνησαν την εισβολή. Αυτή η κυκλική λογική αποκαλύπτει όχι μόνο την παράλογη στάση της Μόσχας, αλλά και ένα συνειδητό μοτίβο εξαπάτησης. Η αφήγηση της «διάσωσης» παιδιών λειτουργεί ως κάλυψη για διεθνώς αναγνωρισμένα εγκλήματα πολέμου, μια προσπάθεια αποφυγής ευθυνών και σύγχυσης της διεθνούς κοινής γνώμης.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία προσπαθεί να συγκαλύψει τα εγκλήματά της ή να προετοιμάσει το έδαφος για μελλοντική άρνησή τους. Η τεχνική δημιουργίας «ενημερωτικών άλλοθι» αναλύεται διεξοδικά σε πρόσφατη έκθεση των οργανισμών The Reckoning Project και Global Rights Compliance. Τα προκατασκευασμένα επιχειρήματα της Ρωσίας δεν είναι απλώς ψεύδη, αλλά επιμελώς κατασκευασμένα αφηγήματα που σκοπεύουν να συσκοτίσουν τα γεγονότα και να εμποδίσουν την απόδοση δικαιοσύνης. Ο στόχος είναι να διαμορφωθεί το διεθνές νομικό και πολιτικό περιβάλλον με τρόπο που θα δυσχεραίνει τη λογοδοσία, ακόμη και καθώς διαπράττονται νέα εγκλήματα.

Είτε στις συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης είτε στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, οι Ρώσοι αξιωματούχοι επαναλαμβάνουν συνεχώς την αφήγηση της «διάσωσης παιδιών» ως προκαταβολικό άλλοθι. Ο κίνδυνος είναι ότι η αποτυχία αναγνώρισης και αποδόμησης αυτών των αφηγημάτων μπορεί να οδηγήσει στην κανονικοποίηση των εγκλημάτων και στην αποθράσυνση των δραστών. Η αποκάλυψη και αποδόμηση αυτών των ψευδών δεν είναι απλώς ζήτημα επικοινωνίας, είναι ζήτημα υπεράσπισης του κράτους δικαίου και προστασίας των πιο ευάλωτων θυμάτων αυτού του πολέμου.

Σε αυτή τη φάση, τρεις είναι οι βασικές προτεραιότητες:

Πρώτον, πρέπει να διατεθούν περισσότερα μέσα για τη διερεύνηση και τη δίωξη του εγκλήματος απαγωγής παιδιών. Παρότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αντιμετωπίζει προκλήσεις, παραμένει η πιο αξιόπιστη και ικανή διεθνής αρχή για να ερευνήσει τη μαζική απέλαση Ουκρανών παιδιών. Η Ευρώπη πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες, ιδιαίτερα υπό το φως των κυρώσεων που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ στο ΔΠΔ, οι οποίες περιορίζουν τη δράση του.

Δεύτερον, πρέπει να ενταθεί η διεθνής πίεση για την επιστροφή των απαχθέντων παιδιών. Η εμπειρία δείχνει πως δημοσιογραφικές έρευνες και δημόσια κατακραυγή μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα και κάποιες φορές οδηγούν στην επιστροφή ενός παιδιού. Η μάχη αυτή είναι αγώνας ενάντια στον χρόνο.

Τρίτον, η διεθνής υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι κρίσιμη. Καθώς η Νότια Αφρική προεδρεύει της G20 και φιλοξενεί τη Σύνοδο του Γιοχάνεσμπουργκ, είναι κομβική η ενίσχυση της υποστήριξης για λογοδοσία και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διεθνής ατζέντα δεν πρέπει να χάσει από τα μάτια της τη λογοδοσία, ακόμη και εν μέσω διαπραγματεύσεων. Η τύχη των παιδιών της Ουκρανίας δεν αποτελεί μόνο ανθρωπιστικό ζήτημα, είναι κεντρικό στον ευρύτερο αγώνα κατά της ατιμωρησίας και υπέρ της δικαιοσύνης. Αν η διεθνής κοινότητα επιτρέψει στη ρωσική «μασκιρόφκα», τη στρατηγική εξαπάτησης, να επικρατήσει, τότε απλώς θα ενθαρρύνει τη διάπραξη νέων εγκλημάτων.