Πολύ σοβαρές κρίσεις, όπως ο διωγμός των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη το 1955, η εισβολή της Κύπρου το 1974 και οι έκτοτε άσχημη κατάσταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσαν την κύρια αιτία που μετά την πρώτη επίσκεψη τούρκου προέδρου στην Ελλάδα το 1952, χρειάστηκε να περάσουν 65 χρόνια για να υπάρξει έλευση ενός ακόμα τούρκου προέδρου στην Αθήνα. Του Μαρίνου Γκασιάμη Εκεί αποδίδει τουλάχιστον το γεγονός αυτό ο Γεώργιος Φίλης διδάκτωρ Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Durham University, UK και αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων & Μέσης Ανατολής στο τμήμα Διεθνών Επιχειρήσεων του DEREE, καθώς και επισκέπτης καθηγητής στην Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ). Σύμφωνα με τα όσα είπε στο Newsbeast.gr η ιστορία έχει ως εξής: «Ακριβώς 65 χρόνια έχουν περάσει από τον Δεκέμβριο του 1952 όπου είχαμε την τελευταία επίσημη επίσκεψη προέδρου της Τουρκίας στην χώρα μας. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1952 ο Τούρκος πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ επισκέφθηκε την Αθήνα. Η παρουσία του Τούρκου προέδρου στην χώρα μας αφορμή είχε τα εγκαίνια του ιδρύματος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για την μουσουλμανική μειονότητα στην Κομοτηνή το οποίο κατόπιν πρότασης της βασίλισσας Φρειδερίκης έλαβε το όνομά του. Η επίσκεψη Μπαγιάρ στην Ελλάδα υπήρξε ένας θρίαμβος της διπλωματίας και της επαναπροσέγγισης Αθήνας και Άγκυρας σε μία εποχή όπου η Τουρκία αποτελούσε για την Ελλάδα έναν «σύμμαχο και εταίρο». Τα δεδομένα της εποχής ήταν ξεκάθαρα. Λίγους μήνες πριν, τον Ιούνιο του 1952, της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα, είχε προηγηθεί η επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους, Παύλου και Φρειδερίκης στην Κωνσταντινούπολη. Οι εκατέρωθεν επισκέψεις της πολιτειακής ηγεσίας των δύο χωρών επιβεβαίωναν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που έλαβε χώρα στις 18 Φεβρουαρίου του 1952, το οποίο δεν ήταν άλλο από την ταυτόχρονη εισδοχή και των δύο κρατών στο ΝΑΤΟ. Ο Ψυχρός Πόλεμος εξελισσόταν στο κυρίαρχο παίγνιο γεωπολιτικής ισχύος και γεωστρατηγικού ανταγωνισμού στου πλανήτη. Η Ελλάδα μόλις είχε βγει από τη δίνη της δεκαετίας του 40’ όπου βίωσε έναν νικηφόρο πόλεμο κατά της Ιταλίας, μία σκληρή τετραπλή κατοχή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία, Αλβανία) και έναν ακόμα πιο καταστροφικό εμφύλιο. Η Τουρκία, είχε καταφέρει να παραμείνει ο «επιτήδειος ουδέτερος» κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά αντιμετώπιζε και η ίδια μία άμεση απειλή από την πλευρά της Σοβιετική Ένωσης, η οποία αξίωνε έλεγχο επί των Στενών. Έτσι, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία, αντιμέτωπες με τον «Κομουνιστικό κίνδυνο» αλλά και στο πλαίσιο της ευρύτερη γεωπολιτικής ισορροπίας στην Ευρασία γίνονται δεκτές στο Βορειοατλαντικό σύμφωνο μαζί, ως ένας ενιαίος γεωπολιτικός και γεωστρατηγικός χώρος. Με άλλα λόγια ο υδάτινος άξονας Στενά-Αιγαίο εκλαμβάνεται, ορθώς, από τους στρατηγιστές της εποχής στην Δύση ως συνδεδεμένος και αλληλεξαρτώμενος. Χωρίς το Αιγαίο δεν μπορούν να υπερασπιστούν τα Στενά και χωρίς τα Στενά δεν μπορεί να υπάρχει έλεγχος του Αιγαίου, χωρίς τον έλεγχο και των δύο περιοχών δεν μπορεί να υπάρξει προσβολή ισχύος στην Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο. Με άλλα λόγια η επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους της Ελλάδας στην Τουρκία και του Τούρκου προέδρου στη Ελλάδα, επισφράγιζε την εισδοχή των δύο χωρών στο βορειοατλαντικό σύμφωνο και στον γεωστρατηγικό σχεδιασμό των γεωπολιτικών νόων της Δύσης οι οποίοι επί της ουσίας εκλαμβάνουν αυτό που ονομάζει ο γράφων υδάτινο άξονα Μαύρη Θάλασσα-Στενά-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειος ως ένα ενιαίο γεωπολιτικό σύμπλοκο. Από τότε δυστυχώς πολλά γεγονότα έλαβαν χώρα τα οποία υπογράμμισαν το εφήμερο της Ελληνο-τουρκικής επαναπροσέγγισης. Δεν πέρασαν τρία χρόνια από την επίσκεψη Μπαγιάρ και με πρόσχημα την Κύπρο έχουμε τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955, τις εξελίξεις στην Κύπρο και την προκλητικότητα της Άγκυρας απέναντι στην Αθήνα σε κάθε επίπεδο και μέτωπο. Αποκορύφωμα της συγκεκριμένης κατάστασης είναι η προσπάθεια από την Άγκυρα να φανεί «συνιδιοκτήτης» της Δυτικής Θράκης και τον Τούρκο πρόεδρο με δηλώσεις και συνεντεύξεις να συμπεριλαμβάνει στα «Σύνορα της καρδίας» του τη μισή σχεδόν Ελλάδα, και να ζητάει την «επαναδιαπραγμάτευση» της Συνθήκης της Λοζάνης, όπου στην ουσία η μόνη εν’ ισχύ πρόβλεψη που υπάρχει 100 σχεδόν έτη μετά την υπογραφή της να είναι τα σύνορα της Τουρκίας με τις γειτονικές της χώρες και ειδικά με την Ελλάδα. Δηλαδή ο επόμενος Τούρκος πρόεδρος μετά τον Μπαγιάρ, που έρχεται στην χώρα μας αντί να κάνει τα εγκαίνια ενός σχολείου μας ζητάει τα «κλειδιά» της Θράκης, και των νησιών του Αιγαίου. Ας ελπίσουμε πως η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου μετά την «φιτιλιά» που έβαλε με τις δηλώσεις του εχθές δεν θα οδηγηθεί σε φιάσκο, διότι μία αποτυχημένη επίσκεψη σε τέτοιο επίπεδο είναι πολύ χειρότερη από μία μη επίσκεψη. Στις επόμενες ώρες θα φανεί κατά πόσον η Αθήνα προετοίμασε την ατζέντα και το πρόγραμμα έτσι ώστε να μην θιγούν τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδα και φυσικά να μην τεθεί υπό αίρεση η εθνική κυριαρχία του κράτους μας σε περιοχές οι οποίες κατά την νεοθωμανική – αλλά και κεμαλική – θεώρηση αποτελούν περιοχές οι οποίες πρέπει να επιστρέψουν στην  Τουρκία. Κανένας δεν περιμένει να αποκηρύξει ο κύριος Ερντογάν τα «σύνορα της καρδίας» του μετά από πίεση της Αθήνας, όμως η ελληνική κυβέρνηση έχει την υποχρέωση απέναντι στους Έλληνες πολίτες, την ιστορία του τόπου αλλά και την ασφάλεια των μελλοντικών γενεών να εξασφαλίσει πως δεν θα έρθει κανένας φιλοξενούμενος στην χώρα μας και θα φερθεί ως ιδιοκτήτης και αφέντης».