«Ο αλαζονικός διαπραγματευτής επέλεξε να παραιτηθεί. Αυτή είναι καλή είδηση για την Ευρώπη», έγραψε στο προσωπικό του προφίλ στο Twitter o Γιάννης Βαρουφάκης και λίνκαρε ένα άρθρο για τον γνωστό Άγγλο οικονομολόγο Τζων Κέυνς. Ουσιαστικά ο κ. Βαρουφάκης αποφάσισε να συγκρίνει δημόσια τον εαυτό του με έναν από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους του 20ου αιώνα, προκειμένου να σχολιάσει τα όσα έχουν ειπωθεί για την αλαζονική στάση που διατηρούσε στις συνεδριάσεις των υπουργών της Ευρωζώνης. «Ο αλαζονικός διαπραγματευτής επέλεξε να παραιτηθεί. Αυτή είναι καλή είδηση για την Ευρώπη», έγραψε στο προσωπικό του προφίλ στο Twitter o Γιάνης και στη συνέχεια παρέπεμψε τους διαδικτυακούς του φίλους σε ένα δημοσίευμα του γαλλικού περιοδικού «Marianne» το οποίο αφορούσε στον Τζων Κέυνς. Το κείμενο του σχετικού δημοσιεύματος του «Marianne» ξεκινάει αναφερόμενο στον Κέυνς. «Οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών μέχρι σήμερα έχουν διαταραχθεί από την στάση ενός Βρετανού διαπραγματευτή, του Τζον Μέιναρντ Κέυνς. Μια επιδεικτική προσωπικότητα με αμφισβητήσιμα ήθη. Με ένα τόνο αλαζονικό και καθηγητικό στυλ προσπαθεί να συντρίψει την περιφρόνηση των άλλων διαπραγματευτών» γράφει το δημοσίευμα… Ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς,ήταν Άγγλος οικονομολόγος, μαθηματικός, καθηγητής πανεπιστημίου, συγγραφέας και ανώτατος κρατικός υπάλληλος. Δημιούργησε, με τα έργα του και τους οπαδούς του, τη λεγόμενη κεϋνσιανή σχολή στην οικονομική επιστήμη. Ο Κέυνς και ο Μίλτον Φρίντμαν ήταν δύο από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους του 20ου αιώνα. Τα δύο πιο σημαντικά βιβλία που συνέγραψε ήταν Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης (1919) και Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος(1936). Με το πρώτο από τα παραπάνω βιβλία του υποστήριξε ότι η Γερμανία δεν είχε την ικανότητα να πληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις που απαίτησαν από αυτήν οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ότι αυτό θα οδηγήσει στην επανάληψη του σε πιο μεγάλη κλίμακα. Με το δεύτερο ότι, για να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας που αντιμετώπιζε ο δυτικός κόσμος μετά το κραχ της Νέας Υόρκης (1929), θα πρέπει να παρέμβει το κράτος και χρηματοδοτώντας την οικονομία και τις επιχειρήσεις να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Από τον Κέυνς έχει πάρει το όνομά της και η Κεϋνσιανή ρύθμιση, η αναδιανομή δηλαδή μέρους των κερδών του κεφαλαίου στις κατώτερες τάξεις, με τη μορφή κοινωνικών και άλλων παροχών, προκειμένου να αποφεύγεται η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι αναταραχές. Μια τέτοια ρύθμιση δεν ήταν ποτέ στόχος του ίδιου του Κέυνς. Ο Κέυνς πρότεινε την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσεων για να καλύψουν μέρος του ελλείμματος ζήτησης που υπό προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει την οικονομία μακριά από μια θέση ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. Οι δημόσιες δαπάνες μπορεί να ξοδεύονται ως επιδόματα ανεργίας κ.λπ., αλλά ο κύριος στόχος δεν είναι η αναδιανομή αλλά η επανόρθωση της ισορροπίας. Μάλιστα η αύξηση της φορολογίας σε περιόδους κρίσης είναι πλήρως αντίθετη στη νοοτροπία του Κέυνς ο οποίος ζητά αύξηση των ελλειμμάτων στις κρίσεις, τα οποία χρηματοδοτούνται από πλεονάσματα στις καλύτερες εποχές.