Ο Γέροντας Παΐσιος, κατά κόσμον Αρσένιος Ενζεπίδης, γεννήθηκε το 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας, σε ένα χωριό νότια της Καισαρείας και ήταν το 8ο παιδί της οικογένειας.

Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού και ο νονός του, Αρσένιος, ο ιερέας της ενορίας. Λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του η ανταλλαγή πληθυσμών που ξερίζωσε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας ανάγκασε και την οικογένειά του να εγκατασταθεί στην Κόνιτσα. Μάλιστα, λέγεται ότι καθώς βρίσκονταν εν πλω ένας επιβάτης λίγο έλειψε να σκοτώσει το βρέφος πατώντας το.

Η οικογένεια έφτασε στην Ελλάδα και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στο λιμάνι του Πειραιά. Αργότερα, ταξίδεψε από εκεί στην Κέρκυρα, όπου και εγκαταστάθηκαν μόλις για ενάμιση χρόνο. Από εκεί μετακόμισαν στην Ηγουμενίτσα για να εκγατασταθούν τελικά στην Κόνιτσα, όπου και ο μικρός Αρσένιος τελείωσε το σχολείο και έλαβε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο».

Η ζωή του Γέροντα Παΐσιου πριν το μοναχικό βίο

Ο Γέροντας Παΐσιος, από μικρός βγαίνει στη βιοπάλη και εργάζεται ως ξυλουργός για να βοηθήσει την οικογένεια του. Το 1945 κατετάγη στον στρατό, όπου και υπηρέτησε επί πενταετία.

Στα χρόνια του εμφυλίου υπηρέτησε ως ασυρματιστής, χωρίς να αποφύγει το πεδίο της μάχης στην πρώτη γραμμή. Απολύθηκε το 1949 οπότε και ανακοίνωσε στους γονείς του, την επιθυμία του να μονάσει.

Πρότυπό του ήταν ο νονός του, ο οποίος του είχε δώσει το όνομά του και είχε πει στους γονείς του ότι θα έπαιρνε τη θέση του. Πράγματι, ο νεαρός Αρσένιος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος για πρώτη φορά στα 25 του χρόνια, όπου του έδωσαν το όνομα Αβέρκιος, και αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στη Μονή Εσφιγμένου αναφέρει το dogma.gr.

Ο νεαρός Αρσένιος Ενζεπίδης σε ηλικία 25 ετών

Ο 25χρονος Αρσένιος είχε πάρει την απόφασή του. Ήθελε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και βρέθηκε στο Άγιο Όρος. Ξεκίνησε από τη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, πήγε στη μονή Εσφιγμένου και έπειτα στη Μονή Φιλοθέου, όπου του δόθηκε και το όνομα Παΐσιος.

Το 1957 έστειλε μια φωτογραφία του στη μητέρα του Ευλαμπία. Πίσω από τη φωτογραφία, την αποχαιρετούσε επισήμως. «Και δια μητέρα εις το εξής, θα έχω την Παναγίαν», της είπε.

«Μαννούλα μου σε χαιρετώ εγώ πάω να μονάσω, Φεύγω την μάταιαν ζωήν, τον πλάνον, να γελάσω, Στην μοναξιάν στην έρημον τα νιάτα να περάσω, Δια την αγάπην του Χριστού, όλα θα τα θυσιάσω. Όλα του κόσμου τα αγαθά, σαν σκύβαλλα θα αφήσω, Να εκτελέσω την πρώτη εντολήν, τον Θεόν να αγαπήσω Με τον σταυρόν στον Γολγοθάν, τον Ιησούν ν’ακολουθήσω, Και εις την άνω Ιερουσαλήμ, εύχομαι να σε συναντήσω. Φεύγω απ’ την μεγάλην σου στοργήν, μαννούλα να μπορέσω Δια να ήμεθα αιώνια μαζί, τον Ιησούν, θα παρακαλέσω, Διαυτό μικρός εθέλησα τα μαύρα, δια να φορέσω, Να αφιερωθώ εις τον Χριστόν, του Θεού να αρέσω. Και δια μητέρα εις το εξής, θα έχω την Παναγίαν, Να με φυλάξη αβλαβή, απ’ του εχθρού την πανουργίαν Μάννα μου με κατάνυξιν, στην έρημον εδώ στην ησυχίαν Θα εύχομαι πάντα δια εσέ, και διόλην την πολιτείαν» έγραφε.