Το 1946, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Ελλάδα ζει δραματικές ώρες εμφύλιου διχασμού. Ο Έλληνας δρομέας Στέλιος Κυριακίδης θριαμβεύει, παρά τις αντίξοες συνθήκες, στο Μαραθώνιο της Βοστώνης, πετυχαίνοντας ατομικό και παγκόσμιο ρεκόρ.

Ο Κυριακίδης όμως ήταν πάνω από όλα Έλληνας. Χρησιμοποιεί τη νίκη του για να αποκαλύψει σε διεθνές επίπεδο τις δεινές ώρες και τις κακουχίες που περνά η πατρίδα του και για να συγκεντρώσει πολύτιμη ανθρωπιστική βοήθεια για τους Έλληνες. Από τότε οι Έλληνες δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Στυλιανός (Στέλιος) Κυριακίδης γεννήθηκε στην Πάφο στις 4 Μαΐου 1910. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια και αγαπούσε από μικρός το τρέξιμο. Το 1934 τα μαζεύει και μετακομίζει στο Χαλάνδρι. Έπιασε δουλειά στην ΔΕΗ (τότε Ηλεκτρική Εταιρεία) και πήγαινε να μετράει τα ρολόγια στα σπίτια του κόσμου για να βγάλει το μεροκάματο.

Μετά ήρθε ο πόλεμος. Το 1940 σταματάει να τρέχει και κοιτάζει να δει πως θα τα βγάλει πέρα.

Ο «έρωτάς» του όμως για τον αθλητισμό δεν έσβησε ποτέ. Παίρνει την μεγάλη απόφαση το 1946 να ξανατρέξει πουλώντας τα μισά του έπιπλα για να αγοράσει εισιτήριο για την Αμερική. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα λεφτά του έφταναν μόνο για να πάει. Δεν είχε λεφτά για «μετ’ επιστροφής».

Ο πιο δύσκολος μαραθώνιος της εποχής ήταν αυτός της Βοστώνης. Φαβορί ο Άγγλος Κένεθ Μπέιλι και ο Αμερικανός, νικητής της προηγούμενης χρονιάς, Τζόνι Κέλι. Οι αμερικανοί γιατροί που εξετάζουν τον Έλληνα αθλητή του λένε ότι δεν θα αντέξει ούτε για μερικά χιλιόμετρα. Κι εκείνος του διαψεύδει όλους. Αρχίζει ο αγώνας. Ήταν 20 Απριλίου 1946. Ο Στέλιος Κυριακίδης ξεκινάει αργά, αλλά ανεβάζει στροφές. Όλο και πλησίαζε τους πρώτους, όλο και πατούσε καλύτερα. Και κερδίζει. Με πανευρωπαϊκό ρεκόρ κάνοντας όλη την Αμερική να παραμιλάει και να τρίβει τα μάτια της!

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν καλεί τον Κυριακίδη στον Λευκό Οίκο, μαζί με τον δεύτερο, τον Αμερικάνο Τζόνι Κέλι.

Ο Τρούμαν χαμογελάει και γυρνάει προς τον Κυριακίδη. «Εσύ, παιδί μου, είσαι άξιος συγχαρητηρίων. Για πες μου. Τι θες να κάνω για σένα; Θες ρούχα; Τρόφιμα να δυναμώσεις; Χρήματα; Ό,τι θες από μένα».

Η απάντηση Κυριακίδη αποστομωτική: «Σας ευχαριστώ, πρόεδρε. Δεν θέλω τίποτα για εμένα. Το μόνο που ζητώ, κύριε Τρούμαν, είναι να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου που υποφέρει».

Αυτό που έγινε μετά ήταν απίστευτο. Από δωρεές των Αμερικάνων μαζεύτηκαν τόνοι από τρόφιμα, φάρμακα, κουβέρτες. Δεν είχαν πώς να τα μεταφέρουν. Μόλις βρέθηκαν έξι καράβια, με τη συνδρομή της οικογένειας Λιβανού, έφτασε η βοήθεια στην Ελλάδα. Το «Πακέτο Κυριακίδη», όπως το ονόμασαν.

Συγκεντρώθηκαν, επίσης, 250.000 δολάρια για να δοθούν στους ταλαιπωρημένους Έλληνες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο! Ποσό τεράστιο για την εποχή. Όλες οι αμερικάνικες εφημερίδες τον είχαν πρωτοσέλιδο ενώ ο ίδιος δεν σταμάτησε να τρέχε να βρει κι άλλη βοήθεια για την Ελλάδα.

Ένας λαός που πέθαινε στους δρόμους, μπόρεσε να χαμογελάσει ξανά χάρη σε αυτόν τον τεράστιο Έλληνα. Την μέρα που ήρθε από τις ΗΠΑ στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου, ένα εκατομμύριο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους για να τον υποδεχτεί.

Ο γιος του, απλόχερα και χωρίς να ζητήσει ποτέ καμία αμοιβή, προσέφερε χρόνια μετά όλα τα κειμήλια του Στέλιου Κυριακίδη στο Μουσείο του Μαραθωνίου δρόμου στον Μαραθώνα.

Ο αείμνηστος Φρέντυ Γερμανός είχε κάνει μια εξαιρετική εκπομπή για τον Κυριακίδη το 1981, απόσπασμα της οποίας μπορείτε να παρακολουθήσετε από το ακόλουθο βίντεο.