Δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες στα κέντρα υποδοχής της Ελλάδας οι πρόσφυγες και οι μετανάστες σύμφωνα με τα όσα καταγγέλλει στην έκθεσή του το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Μια 56χρονη γυναίκα από τη Συρία με πολλαπλές αναπηρίες ζήτησε να δει γιατρό και της απάντησαν ότι πρέπει να περιμένει ένα μήνα.

Μια οικογένεια Αφγανών που διαμένει σε σκηνές στο Ελληνικό ανέφερε ότι προσπάθησε να καταγράψει τον εξάχρονο γιο τους που δεν μπορεί να μιλήσει και έχει δυσκολία να περπατήσει, αλλά μάταια, με αποτέλεσμα το παιδί να μην έχει λάβει καμία ιατρική φροντίδα και υπηρεσία αποκατάστασης.

Δεκαπέντε αιτούντες άσυλο και μετανάστες με αναπηρία σε δομές των νησιών και της ενδοχώρας, δήλωσαν ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις τουαλέτες ή το μπάνιο, γιατί δεν είναι προσβάσιμα γι’ αυτούς.

Σε επιτόπια έρευνά του στην ενδοχώρα και τα νησιά το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε ότι οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες με αναπηρία δεν ταυτοποιούνται σωστά στην Ελλάδα, εν μέρει εξαιτίας της εσπευσμένης διαδικασίας καταγραφής και της ανάγκης για καλύτερη καθοδήγηση του προσωπικού, όπως σημειώνει.

Χαρακτηριστική ήταν η μαρτυρία ενός επαγγελματία υγείας που δουλεύει για τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα» στην Ελλάδα, ότι «υπάρχει έλλειψη πόρων, χρόνου και τεχνογνωσίας για την ταυτοποίηση των ευάλωτων ατόμων. Κατά τη διάρκεια της καταγραφής, εάν δεν το πεις από μόνος σου, κανένας δεν θα σε ρωτήσει. Επίσης, εάν πρόκειται για αναπηρία που δεν είναι προφανής, ορατή, ακόμα και αν ένας πρόσφυγας την αναφέρει, δεν θα καταγραφεί».

Εκπρόσωπος του Νορβηγικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, δήλωσε ότι ήταν παρών όταν ένα ασυνόδευτο παιδί ζήτησε να καταγραφεί ως άτομο με αναπηρίες γιατί είχε σοβαρά εγκαύματα που επηρέαζαν την κίνησή του και ο υπάλληλος της καταγραφής απάντησε ότι «εάν δεν είναι σε αναπηρικό καροτσάκι, τότε δεν είναι ανάπηρος».

Από την προκαταγραφή στην ενδοχώρα, προέκυψε ότι μόλις το 1% των περισσότερων από 27.000 ατόμων είχε αναπηρία, αριθμός που σύμφωνα με όσα είπαν εργαζόμενοι της Ύπατης Αρμοστείας στο Παρατηρητήριο, είναι υποτιμημένος.

Το Παρατηρητήριο διαπίστωσε εξάλλου προβλήματα στις υποδομές για τα άτομα με αναπηρία. Μόλις δύο από τις 15 δομές που επισκέφθηκε είχαν ράμπες στις τουαλέτες, ενώ στα περισσότερα και το βραχώδες έδαφος και οι μεγάλες αποστάσεις εμπόδιζαν τους ανθρώπους με αναπηρία από το να προσεγγίσουν τις τουαλέτες.

Το Παρατηρητήριο προσθέτει ότι χωρίς επαρκή κατανόηση της κλίμακας και των αναγκών, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, οκτώ διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις και μία τοπική οργάνωση, που δραστηριοποιούνται στις δομές φιλοξενίας στην Ελλάδα, όλες είπαν ότι έχουν ελάχιστα ή καθόλου στοχευμένα προγράμματα για να ανταποκριθούν στα δικαιώματα και τις ανάγκες των ανθρώπων με αναπηρία.

Επίσης, η οργάνωση διαπίστωσε ότι οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, που είναι αναγκαίες από τους πρόσφυγες και μετανάστες, είναι σοβαρά ανεπαρκείς.

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζητάει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους, να παράσχουν πρόσθετους πόρους στην Ελλάδα και να διασφαλίσουν ότι η βοήθεια κατανέμεται δίκαια σε όλες τις δομές. Επίσης, ζητάει από τις ελληνικές αρχές, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και τις ΜΚΟ να διασφαλίσουν άμεσα ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες και άλλες ομάδες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, έχουν ισότιμη πρόσβαση σε βοήθεια, όπως νερό και συνθήκες υγιεινής, φαγητό, διαμονή, ιατρική περίθαλψη, υπηρεσίες ψυχικής υγείας και ψυχοκοινωνική υποστήριξη. Υπενθυμίζει δε ότι η αποτυχία στην παροχή των υπηρεσιών αυτών, συνιστά διάκριση και παραβιάζει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες και το δίκαιο της ΕΕ.

Εξάλλου, επισημαίνει ότι η Ύπατη Αρμοστεία και η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να παράσχουν σαφή καθοδήγηση στο προσωπικό πεδίου για τον εντοπισμό και την καταγραφή ατόμων με αναπηρίες, ακόμα και αυτών που δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμες, όπως η νοητική αναπηρία. Τέλος, ζητάει την επείγουσα μεταφορά από τις σκηνές σε κατάλληλους χώρους, όλων των ατόμων που ανήκουν σε ομάδες κινδύνου, όπως οι έγκυοι, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι.