Επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα ακόμη και από το 2022 προβλέπει τώρα το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, περιγράφοντας μια καλύτερη εικόνα στο δημοσιονομικό μέτωπο. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού «η δημοσιονομική εικόνα του 2022 είναι σημαντικά καλύτερη από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού.

Η εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι πως το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2022 θα κλείσει πιθανότατα σε θετικό έδαφος, με τη μεθοδολογία ESA, δηλαδή αφού συμπεριληφθούν και τα έσοδα από ANFAs και SMPs (που δεν συμπεριλαμβάνονταν στη μεθοδολογία προγράμματος και ενισχυμένης εποπτείας).

Η θετική δημοσιονομική επίδοση οφείλεται εν μέρει στον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης αλλά κυρίως στον υψηλό πληθωρισμό και την ισχυρή επίδρασή του στα δημόσια έσοδα. Για τον ίδιο λόγο αναμένεται να καταγραφεί και σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβαίνει την αύξηση του ονομαστικού χρέους».

Σύμφωνα με την έκθεση του ΓΠΚΒ:

  • Ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2022 ήταν 5,9% υπερβαίνοντας τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης (3,5%) ενώ, σε σχέση με το 2019, το ΑΕΠ είναι αυξημένο κατά 4,5% (έναντι 2,3% στην Ευρωζώνη). Σημαντική βελτίωση παρουσιάζει και η αγορά εργασίας καθώς τον Ιανουάριο του 2023 η απασχόληση κατέγραψε ετήσια αύξηση 2,9% και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,8% (από 13,7% τον Ιανουάριο του 2022). Από την άλλη πλευρά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει σοβαρή επιδείνωση το 2022 με έλλειμμα 20,1 δις ευρώ (έναντι 12,3 δις το 2021 και μόλις 2,7 δις το 2019) ενώ ο εναρμονισμένος πληθωρισμός, παρά την αποκλιμάκωσή του από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, παραμένει υψηλός, στο 6,5%, αν και χαμηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8,5%).
  • Παρά τις θετικές δημοσιονομικές του επιδράσεις, ο πληθωρισμός συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα μεγάλου μέρους των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων, με αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και των κοινωνικών εντάσεων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις τιμές των τροφίμων που παρά τη σχετική αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη πληθωρισμού, εμφανίζουν υψηλό ρυθμό αύξησης. Επιπλέον, η πίεση στα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις εντείνεται από την αύξηση των επιτοκίων που επιβαρύνει την εξυπηρέτηση των χρεών τους.
  • Παρότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, εντούτοις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αρνητικές παρενέργειές της κατά την λήψη των αποφάσεων για ενδεχόμενη περαιτέρω αυστηροποίησή της. Παράλληλα, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να ιδωθεί συνδυαστικά με την αναμενόμενη αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2023 θα είναι το τελευταίο έτος εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής και το 2024 θα είναι μεταβατικό μέχρι την οριστικοποίηση του νέου πλαισίου.

Στους επόμενους μήνες αναμένεται να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την τελική μορφή του οριστικού πλαισίου που θα τεθεί σε ισχύ από το 2025 και στις προβλέψεις του οποίου θα πρέπει να προσαρμοστεί η δημοσιονομική πολιτική της χώρας μας. Συνεπώς, στο προσεχές διάστημα η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική θα έχουν περιοριστική κατεύθυνση, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει στην υποχώρηση του πληθωρισμού αλλά, ταυτόχρονα, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.

Στο πλαίσιο αυτό καθοριστική αναμένεται να είναι η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, θετική αναμένεται να είναι και η επίδραση από την αύξηση του κατώτατου μισθού στην κατανάλωση, χωρίς αρνητικά αποτελέσματα σε όρους απασχόλησης.