Τη διατήρηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 2023 και την απενεργοποίησή του από το 2024, συνέστησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρουσιάζοντας το «εαρινό πακέτο ευρωπαϊκού εξαμήνου».

Η Επιτροπή εκτιμά ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να διατηρηθεί το πάγωμα των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και το 2023, δεδομένης της «αυξημένης αβεβαιότητας και των ισχυρών καθοδικών κινδύνων για τις οικονομικές προοπτικές», λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Οι άνευ προηγουμένου αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και οι συνεχιζόμενες διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας δικαιολογούν την παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής έως το 2023, σύμφωνα με την Επιτροπή.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η συνεχιζόμενη ενεργοποίηση της ρήτρας γενικής διαφυγής το 2023 θα δώσει τον απαραίτητο «χώρο» στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές να αντιδράσουν άμεσα όταν χρειαστεί. Παράλληλα, θα διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση από την ευρεία στήριξη της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προς μια αυξανόμενη εστίαση σε προσωρινά και στοχευμένα μέτρα και προς τη «δημοσιονομική σύνεση» που απαιτείται για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Για το 2022, η Επιτροπή συνιστά για την ΕΕ στο σύνολό της μια «επεκτακτική δημοσιονομική στάση», λόγω των πολιτικών για να μετριαστούν οι επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών της ενέργειας και της υποστήριξης που χρειάζονται οι άνθρωποι που διαφεύγουν από τη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.

Για το 2023, η Επιτροπή συστήνει «συνετή» δημοσιονομική πολιτική και «προσεκτικό σχεδιασμό», λόγω της «ειδικής φύσης» του μακροοικονομικού σοκ που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του στις ανάγκες ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να διευρύνει τις δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και την ενεργειακή ασφάλεια. «Η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRP) είναι το κλειδί για την επίτευξη υψηλότερων επιπέδων επενδύσεων», τονίζει η Επιτροπή.

«Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι συνετή το 2023, ελέγχοντας την ανάπτυξη των πρωτογενών τρεχουσών δαπανών που χρηματοδοτούνται σε εθνικό επίπεδο, επιτρέποντας παράλληλα τη λειτουργία αυτόματων σταθεροποιητών και παρέχοντας προσωρινά και στοχευμένα μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε άτομα που φεύγουν από τη ρωσική εισβολή της Ουκρανίας».

Τέλος, κατά την Επιτροπή, τα δημοσιονομικά σχέδια των κρατών μελών για το 2023 θα πρέπει να στηρίζονται σε συνετές μεσοπρόθεσμες διαδρομές προσαρμογής που αντανακλούν τις προκλήσεις της δημοσιονομικής βιωσιμότητας που συνδέονται με τα υψηλά επίπεδα χρέους προς το ΑΕΠ που έχουν αυξηθεί περαιτέρω λόγω της πανδημίας. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι έτοιμη να προσαρμόσει τις τρέχουσες δαπάνες στην εξελισσόμενη κατάσταση.

«Η διατήρηση και το 2023 της ρήτρας διαφυγής καλύπτει όλες τις χώρες της ΕΕ»

«Η διατήρηση και το 2023 της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που προτείνει η Επιτροπή, καλύπτει όλες τις χώρες της ΕΕ», εξήγησε ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής για θέματα Οικονομίας, Βλάντις Ντομπρόβσκις.

Ο Β. Ντομπρόβσκις υπογράμμισε ότι η ρήτρα γενικής διαφυγής δεν αναστέλλει τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, ούτε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η Επιτροπή συνεχίζει να παρέχει δημοσιονομική καθοδήγηση στα κράτη-μέλη και κάνει διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών-μελών με υψηλό χρέος και των κρατών μελών με χαμηλό και μεσαίο χρέος.

«Στην περίπτωση υψηλού χρέους, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η καθοδήγησή μας είναι ότι η αύξηση των τρεχουσών δαπανών θα πρέπει να είναι κάτω από τη δυνητική μεσοπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη», τόνισε ο Βλ. Ντομπρόβσκις, ενώ «για τις χώρες με χαμηλό ή μεσαίο χρέος, οι τρέχουσες δαπάνες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τη μεσοπρόθεσμη αύξηση των δαπανών».

Συνολικά το μήνυμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι η ευρεία δημοσιονομική τόνωση για το 2023 δεν είναι δικαιολογημένη και ότι μια χώρα πρέπει να επιστρέψει σταδιακά σε συνετή δημοσιονομική πολιτική, επισήμανε ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής.

Για το 2022, η Επιτροπή συνιστά για την ΕΕ στο σύνολό της, μια «επεκτακτική δημοσιονομική στάση».

Για το 2023, η Επιτροπή συστήνει «συνετή» δημοσιονομική πολιτική και «προσεκτικό σχεδιασμό», λόγω της «ειδικής φύσης» του μακροοικονομικού σοκ που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του στις ανάγκες ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ. «Η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRP) είναι το κλειδί για την επίτευξη υψηλότερων επιπέδων επενδύσεων», τονίζει η Επιτροπή.

Ειδικότερα, στο εαρινό πακέτο για το ευρωπαϊκό εξάμηνο 2022, Επιτροπή ενέκρινε έκθεση βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης της ΕΕ, για 18 κράτη μέλη (Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία , Μάλτα, Εσθονία, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία και Φινλανδία). Σκοπός αυτής της έκθεσης είναι να αξιολογήσει τη συμμόρφωση των κρατών -μελών με τα κριτήρια ελλείμματος και χρέους της Συνθήκης. Για όλα αυτά τα κράτη-μέλη εκτός της Φινλανδίας, η έκθεση αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με το κριτήριο του ελλείμματος. Στην περίπτωση της Λιθουανίας, της Εσθονίας και της Πολωνίας, η έκθεση συντάχθηκε λόγω σχεδιαζόμενου ελλείμματος το 2022 που υπερέβαινε την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ που προβλέπει η Συνθήκη, ενώ τα άλλα κράτη μέλη είχαν έλλειμμα γενικής κυβέρνησης το 2021 που υπερέβαινε το 3% του ΑΕΠ.

Η πανδημία συνεχίζει να έχει έναν εξαιρετικό μακροοικονομικό και δημοσιονομικό αντίκτυπο που, μαζί με την τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση, δημιουργεί εξαιρετική αβεβαιότητα, συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού μιας λεπτομερούς πορείας για τη δημοσιονομική πολιτική. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν προτείνει την έναρξη νέων διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος.

Η Επιτροπή θα επανεκτιμήσει τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών μελών το φθινόπωρο του 2022. Την άνοιξη του 2023, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τη συνάφεια της πρότασης για την έναρξη διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος με βάση τα στοιχεία αποτελέσματος για το 2022, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη συμμόρφωση με τις δημοσιονομικές συστάσεις ανά χώρα.

Τέλος, η Επιτροπή αξιολόγησε την ύπαρξη μακροοικονομικών ανισορροπιών.

Επτά κράτη μέλη (Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σουηδία) εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ανισορροπίες. Τρία κράτη μέλη (Ελλάδα, Ιταλία και Κύπρος) εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υπερβολικές ανισορροπίες.