Από 1ης Ιανουαρίου καθιερώνεται και στη Γερμανία κατώτατο ωρομίσθιο ύψους 8,50 ευρώ. Υποστηρικτές το θεωρούν δίκαιο μέτρο που ενισχύει την αγοραστική δύναμη, επικριτές ισχυρίζονται ότι καταστρέφει την απασχόληση.

Σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου IFO του Μονάχου, όπως αναφέρει η Deutsche Welle, ποσοστό 26% των επιχειρήσεων που πλήττονται από την καθιέρωση κατώτατου ωρομισθίου δήλωσε ότι θα αυξήσει τις τιμές των προϊόντων, ενώ το 22% απάντησε ότι θα μειώσει το προσωπικό. Το 18% επιθυμεί να καλύψει το επιπλέον κόστος μειώνοντας τις ώρες εργασίας, ενώ το 43% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν πρόκειται να κάνει καμιά απολύτως κίνηση. Ο σύνδεσμoς εργοδοτών BDA θεωρεί ότι η καθιέρωση κατώτατου ωρομισθίου αποτελεί την πιο απειλητική παρέμβαση στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση συλλογικών συμβάσεων εργασίας από συστάσεως της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.

«Σε βάρος των εργαζομένων»

Ο Μίχαελ Μπούρντα, εμπειρογνώμων σε εργασιακά θέματα στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου τονίζει ότι οι εργαζόμενοι που παίρνουν κατώτατο ωρομίσθιο δεν έχουν συνήθως κάποια ιδιαίτερη ειδίκευση και η παραγωγικότητά τους είναι χαμηλή. Γι αυτό και μπορεί κανείς εύκολα να τους αντικαταστήσει από μηχανές. «Τα τελευταία δέκα χρόνια η Γερμανία έκανε λίγες επενδύσεις, παρά το ότι παράλληλα αυξήθηκε γοργά η οικονομική της ανάπτυξη. Η δική μας εξήγηση μας είναι ότι τα εργατικά χέρια είναι φτηνά. Και όταν είναι φτηνά, το εκμεταλλευόμαστε για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η αρνητική πλευρά είναι ότι οι επενδύσεις λιγοστεύουν και έτσι η παραγωγικότητα των εργαζομένων πλήττεται».

Με την καθιέρωση κατώτατου ωρομισθίου αναμένεται να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους οι επιχειρήσεις στην γρήγορη εστίαση, στη γαστρονομία και στους τομείς οικονομίας με χαμηλό κόστος παραγωγής, που σημαίνει περισσότερος μηχανικός εξοπλισμός. Αυτό θα αποβεί σε βάρος των εργαζομένων, υποστηρίζει ο Μίχαελ Μπούρντα. Εκτός αυτού δεν αποκλείονται πιέσεις για αύξηση των μισθών σε όλες τις μισθολογικές κλίμακες έτσι ώστε να διατηρηθεί η διαφορά αποδοχών ανάμεσα σε εργαζόμενους με περισσότερα και λιγότερα προσόντα.

Αύξηση της ζήτησης

Οι υποστηρικτές της καθιέρωσης κατώτατου ωρομισθίου υποστηρίζουν ότι όποιος κερδίζει περισσότερα, μπορεί να ξοδέψει και περισσότερα και να συμβάλει στην τόνωση της ζήτησης και της οικονομίας. Ιδιαίτερα μάλιστα που τελευταία η Γερμανία έχει γίνει αποδέκτης αυστηρών επικρίσεων από τους ευρωπαίους γείτονές της ότι κάνει ελάχιστα για να ενισχύσει τη ζήτηση και να μειώσει το πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο.

Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: το κατώτατο ωρομίσθιο «καταστρέφει» την απασχόληση; Το ίδρυμα Hans-Böckler, σε πρόσφατη έρευνα, αναφέρει ότι «εμπειρικές μελέτες έδειξαν ότι το κατώτατο ωρομίσθιο δεν επηρεάζει καθοριστικά την απασχόληση. Το επιχείρημα είναι ότι πολλοί επικριτές του συγκεκριμένου μέτρου χρησιμοποιούν θεωρητικά μοντέλα, που δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα.

«Δεν είναι πανάκεια»

Πρόσφατη μελέτη του αμερικανικού Πανεπιστημίου Berkeley για τις επιπτώσεις από τις αυξήσεις των κατώτατων μισθών στις ΗΠΑ καταλήγουν στο συμπέρασμα πως με αυτόν τον τρόπο μειώνονται οι διακυμάνσεις στο προσωπικό και βελτιώνουν την εργασιακή ασφάλεια. Η ίδια μελέτη αποδεικνύει επίσης ότι οι επιχειρήσεις μετακυλύουν το υψηλότερο κόστος αυξάνοντας την τιμή και μειώνοντας το κέρδος. Βέβαια ο Μίχαελ Χούμπερ αμφισβητεί εάν ο γερμανός πελάτης θα ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί αυξήσεις στα προϊόντα, όπως ίσως ο αμερικανός. Οι ερευνητές του Berkeley παραδέχονται ωστόσο ότι το κατώτατο ωρομίσθιο δεν αποτελεί πανάκεια και ότι ακόμη και στις ΗΠΑ θα μπορούσε να έχει λιγότερο θετικές συνέπειες. Πάντως η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) επαίνεσε τη Γερμανία για την υιοθέτηση του μέτρου που θα καταπολεμήσει την ανισότητα σε συνδυασμό με άλλα μέτρα, όπως ανέφερε.