Την μετάβαση στην εποχή χωρίς τεκμήρια αρχής γενομένης από τα εισοδήματα του 2015 που θα δηλωθούν το 2016 προανήγγειλε χθες ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Μαυραγάνης οριοθετώντας έτσι το τέλος μιας φορολογικής πρακτικής 36 ετών.

Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του κ. Μαυραγάνη φέτος είναι η τελευταία χρονιά που ισχύουν τα τεκμήρια για κατοικίες, αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής, πισίνες, ιδιωτικά σχολεία και οικιακές βοηθούς, ήτοι τα εισοδήματα των φορολογουμένων από το 2015 θα προσδιορίζονται βάσει των πραγματικών δαπανών και όχι τεκμαρτά. Αυτή η αλλαγή θα φέρει φοροελαφρύνσεις για χιλιάδες φορολογούμενους που σήμερα πιάνονται στις «δαγκάνες» των τεκμηρίων.

Με δεδομένη την ηλεκτρονική καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων και τις νέες τεχνικές προσδιορισμού του εισοδήματος, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων είναι πλέον σε θέση να γνωρίζει την περιουσιακή κατάσταση του κάθε φορολογούμενου. Καθώς ο φοροελεγκτικός μηχανισμός πλέον μπορεί να συμπεράνει το πραγματικό ελάχιστο εισόδημα του κάθε πολίτη, αξιολογώντας τα έσοδά του, τις δαπάνες του και τα περιουσιακά του στοιχεία, τα τεκμήρια αυτομάτως «αχρηστεύονται».

Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες δεν θα πρέπει να αποκλείονται και «ευχάριστες εκπλήξεις» για τα εισοδήματα του 2014 που θα δηλωθούν το 2015, καθώς το υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει κάποιες επιλεκτικές μειώσεις των τεκμηρίων ( π.χ. στα αυτοκίνητα).

Τα τεκμήρια σήμερα

Υπενθυμίζεται πως για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης διαβίωσης κάθε φορολογούμενου λαμβάνονται σήμερα υπόψη τα εξής τεκμήρια:

Τεκμήριο διαβίωσης

Για κάθε φορολογούμενο λαμβάνεται υπόψη ένα ποσό ως ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης. Το ποσό αυτό ορίζεται σε 3.000 ευρώ, προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο, και σε 5.000 ευρώ, προκειμένου για συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση.

Η ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης εφαρμόζεται εφόσον ο φορολογούμενος δηλώνει οποιουδήποτε ύψους πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα. Αυτό σημαίνει ότι τα ελάχιστα ποσά τεκμηρίων των 3.000 ή των 5.000 ευρώ εφαρμόζονται ακόμη και σε φορολογούμενους που είχαν το προηγούμενο έτος έστω και 0,01 ευρώ εισόδημα από οποιανδήποτε πηγή. Ισχύουν επίσης για φορολογούμενους που δεν έχουν καθόλου εισοδήματα, αλλά βαρύνονται με αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης για τις κατοικίες στις οποίες διέμειναν (ιδιόκτητες, ενοικιαζόμενες ή δωρεάν παραχωρούμενες) ή και για τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτουν (ΙΧ αυτοκίνητα, κ.λπ.).

Οι «αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης» εφαρμόζονται μειωμένες κατά 30% των όσων προκύπτουν σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, προκειμένου για συνταξιούχους οι οποίοι έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους.

Τεκμήριο ιδιοκατοίκησης

Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης για κύρια κατοικία υπολογίζεται κλιμακωτά με βάση την επιφάνειά της, ως ακολούθως:

Μέχρι και 80 τ.μ. κύριοι χώροι, 40 ευρώ ανά τ.μ.
Από 81 τ.μ. μέχρι και 120 τ.μ. κύριοι χώροι, 65 ευρώ ανά τ.μ.
Από 121 τ.μ. μέχρι και 200 τ.μ. κύριοι χώροι, 110 ευρώ ανά τ.μ.
Από 201 τ.μ. μέχρι και 300 τ.μ. κύριοι χώροι, 200 ευρώ ανά τ.μ.
Από 301 τ.μ. και άνω κύριοι χώροι, 400 ευρώ ανά τ.μ.

Για τους βοηθητικούς χώρους της κύριας κατοικίας, ισχύει αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης 40 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από το μέγεθος της επιφάνειας του ακινήτου.

Όλα τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται κατά 40% για κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές με αντικειμενικές τιμές από 2.800 έως 4.999 ευρώ το τ.μ. και κατά 70% για κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές με αντικειμενικές τιμές από 5.000 ευρώ ανά τ.μ. και άνω.

Για τις μονοκατοικίες, τα παραπάνω ποσά λαμβάνονται υπόψη αυξημένα κατά 20%. Επίσης για τις δευτερεύουσες κατοικίες τα παραπάνω ποσά αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης λαμβάνονται υπόψη μειωμένα κατά 50%

Τεκμήριο αυτοκίνητου

Η αντικειμενική δαπάνη για την χρήση αυτοκινήτου ορίζεται ως εξής:

Για αυτοκίνητα μέχρι και 1.200 κ.ε., σε 4.000 ευρώ.
Για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των 1.200 κ.ε. και μέχρι 2.000 κ.ε., προστίθενται 600 ευρώ ανά 100 κυβικά εκατοστά.
Για αυτοκίνητα άνω των 2.000 κ.ε. και μέχρι 3.000 κ.ε., προστίθενται 900 ευρώ ανά 100 κυβικά εκατοστά.
Για αυτοκίνητα άνω των 3.000 κ.ε., προστίθενται 1.200 ευρώ ανά 100 κυβικά εκατοστά.

Τα παραπάνω ποσά μειώνονται ανάλογα με την παλαιότητα του αυτοκινήτου, η οποία υπολογίζεται από το έτος πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, κατά ποσοστό 30% για χρονικό διάστημα κυκλοφορίας πάνω από 5 και μέχρι 10 έτη και κατά ποσοστό 50% για χρονικό διάστημα πάνω από 10 έτη.