Ο κριτικός κινηματογράφου Ορέστης Ανδρεαδάκης με αρθρογραφία του στο aixmi.gr γράφει για τον Αλ Πατσίνο και το νέο του ρόλο στο «Οικόπεδα με Θέα», του Ντέιβιντ Μάμετ, στο θέατρο Schoenfeld της Νέας Υόρκης.

Στο θέατρο ο Αλ Πατσίνο είναι, περίπου, όπως και στο σινεμά: εξωστρεφής, αεικίνητος, γεμάτος ενέργεια και με την ιδιαίτερη εκείνη εκφορά που συνθλίβει πρόσκαιρα τις λέξεις για να τις αφήσει αμέσως μετά να ξεχυθούν και να σε παγιδέψουν.

Είχα την τύχη να τον δω, πριν από μερικές ημέρες, στο «Οικόπεδα με Θέα», του Ντέιβιντ Μάμετ, στο θέατρο Schoenfeld της Νέας Υόρκης. Μερικές φορές ήταν σαν να τον έβλεπα στις αξεπέραστες σκηνές του «Νονού», αλλά κάποιες άλλες με απογοήτευσε.

Είναι όμως πράγματι εντυπωσιακό να βλέπεις σήμερα –εν μέσω αυτής της φρικτής οικονομικής κρίσης- το σπαρακτικό έργο του Μάμετ που περιγράφει την απληστία των ανθρώπων της «ελεύθερης αγοράς» και το νέο εργασιακό μεσαίωνα που απεργάζονται.

Ο «Θάνατος του Εμποράκου» που έγραψε ο Άρθουρ Μίλερ το 1949, βρήκε σε αυτό το έργο την καλύτερη συνέχειά του.

Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση, το «Glengarry Glen Ross», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του, παραμένει ζωντανό και ανατριχιαστικά επίκαιρο (έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1983), η ίδια η νεοϋορκέζικη παράσταση, όμως, δεν στέκει στο ύψος του κειμένου.

Σε ένα μεσιτικό γραφείο ακινήτων του Σικάγο, η αξία των υπαλλήλων μετριέται με την ικανότητά τους να εξαπατούν τους πελάτες και να τους πείθουν να αγοράζουν ακόμη και σκουπίδια. Όποιος κάνει τις περισσότερες πωλήσεις θα δει το όνομά του πρώτο στον πίνακα του γραφείου και θα πάρει ως έπαθλο μια Κάντιλακ. Ο δεύτερος θα πάρει μόνο ένα φτηνό σετ μαχαιριών κουζίνας. Ο τρίτος και ο τέταρτος απλώς θα απολυθούν.

Στον μικρόκοσμο του γραφείου (αλλά και του έξω κόσμου) έχουν θέση μόνο οι επιτυχημένοι- οι «closers» όπως λέγονται στο έργο. Αυτοί, όμως, παίρνουν και τις καλύτερες κάρτες (leads) οι οποίες θα τους οδηγήσουν στους εύκολους αγοραστές. Οι υπόλοιποι αφήνονται να βουλιάξουν με παλιές κάρτες που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα.

Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος της αναλγησίας του «εκσυγχρονισμένου καπιταλισμού», στο λεξικό του οποίου η λέξη «αλληλεγγύη» δεν έχει την παραμικρή μετάφραση.

Ένας από τους υπαλλήλους του γραφείου, λοιπόν, θα κλέψει κάποια μέρα τις περιβόητες καλές κάρτες για να τις πουλήσει σε ένα ανταγωνιστικό γραφείο. Η πτώση του, στο φινάλε, διαγράφεται σαν μια μοναχική πορεία αυτοκαταστροφής.

Το 1992 το έργο μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Τζέιμς Φόλεϊ με καταπληκτικό καστ: Τζακ Λέμον, Αλ Πατσίνο, Κέβιν Σπέισι, Άλαν Άρκιν, Εντ Χάρις, Τζόναθαν Πράις και Τζέιμς Μπάλντουιν.

Ο Τζακ Λέμον ενσάρκωνε τον Σέλεϊ Λεβίν, τον κουρασμένο και απελπισμένο πωλητή που, ουσιαστικά, σαμποτάρεται από το αφεντικό παίρνοντας τις χειρότερες κάρτες. Κάποτε ήταν εξαιρετικός πωλητής, τώρα όμως προσπαθεί να βρει λεφτά για την άρρωστη κόρη του. Ο Πατσίνο έπαιζε τον επιτυχημένο και αδίστακτο (αλλά και πιστό σε κάποιες ανθρώπινες αξίες) Ρίκι Ρόμα. Τον πρώτο «closer» του γραφείου. Οι ερμηνείες τους ήταν αξέχαστες.

Στην παράσταση του Μπρόντγουεϊ ο Πατσίνο παίρνει τώρα τον ρόλο του Σέλεϊ Λεβίν. Είναι πια 72 χρονών (ο Τζακ Λέμον ήταν 67 όταν τον έπαιξε) κι έτσι μπαίνει ευκολότερα στο πετσί αυτού του αποτυχημένου πωλητή ο οποίος βλέπει τους πάντες να τον κατασπαράζουν. Είναι ένα πληγωμένο ζώο, ένας άνθρωπος που εκλιπαρεί.

Κουρασμένος και ο ίδιος- και όχι στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του- κυριαρχεί πάνω στην σκηνή μεν, αλλά δεν καταφέρνει να πλησιάσει την καθηλωτική ερμηνεία του Λέμον.

Έχει, βέβαια, μερικές εξαιρετικές στιγμές και ταιριάζει με τον συμπρωταγωνιστή του, τον εξίσου εξωστρεφή και γνωστό κυρίως από την τηλεόραση, Μπόμπυ Καναβάλ ο οποίος παίζει τον Ρίκι Ρόμα.

Ο σκηνοθέτης Ντάνιελ Σάλιβαν ενορχήστρωσε τους ηθοποιούς αξιοπρεπώς και χωρίς υπερβολές και τόνισε την ιδιαιτερότητα των κοφτών, αγχωμένων και συνεχώς μισοτελειωμένων διαλόγων που χαρακτηρίζουν το στυλ του συγγραφέα: το διάσημο πια «Mamet speak». Δεν μπορείς να πεις, όμως, ότι ήταν μια «εμπνευσμένη σκηνοθεσία».

Στην παράσταση που είδα εγώ οι θεατές χειροκρότησαν όρθιοι τον Πατσίνο φωνάζοντας «μπράβο», στην έξοδο όμως μια παρέα, εμφανώς μορφωμένων θεατρόφιλων, αντάλλασσαν σκληρά λόγια για την «κατάπτωσή του». Τους έπιασα την κουβέντα. «Μα δεν ντρέπεται;» μου είπαν «αν τον βλέπατε, πριν από δυο χρόνια στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ και πάλι σε σκηνοθεσία του Σάλιβαν, θα συνειδητοποιούσατε ότι εδώ ήταν φριχτός».

Διχασμένες ήταν και οι κριτικές: η Guardian έγραψε ότι «μασάει τα λόγια του», το Time Out του έβαλε πέντε αστεράκια (με άριστα το πέντε βέβαια), ενώ ο θυμωμένος κριτικός των New York Times αρνήθηκε να γράψει και επιτέθηκε στους παραγωγούς: Ανέβαλαν, έγραψε, την επίσημη πρεμιέρα, στην οποία παραδοσιακά καλούνται οι δημοσιογράφοι, κατά ένα μήνα με σκοπό να αποφύγουν τις αρνητικές κριτικές, γνωρίζοντας και οι ίδιοι τη χαμηλή ποιότητα της παράστασής τους.

Η αλήθεια είναι, ως συνήθως, στη μέση: Ο Πατσίνο είναι πάντα ο Πατσίνο. Ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της ιστορίας. Και, σε αντίθεση με άλλους συνομήλικους του, όπως ο Ντε Νίρο, με μεγάλη θεατρική πείρα. Αναβλύζει θεατρική ενέργεια και όταν εμφανίζεται στην σκηνή δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Δεν είναι, όμως, πια ο Πατσίνο του «Σέρπικο», της «Σκυλίσιας Μέρας», του «Νονού» ή του «Αρώματος Γυναίκας», που το χάρισε το Όσκαρ το 1992.

Μερικές φορές νοιώθεις ότι βαριέται ή ότι δυσκολεύεται να προσαρμόσει (όπως έκανε τέλεια ο Τζακ Λέμον) την ηλικία του στις ανάγκες του ρόλου που ενσαρκώνει.

Δεν ήταν λίγοι, επίσης, αυτοί που σχολίασαν τον τεράστιο μισθό του: 125.000 δολάρια την εβδομάδα και 5% επί των καθαρών κερδών! Μισό εκατομμύριο τον μήνα δεν είναι και λίγα χρήματα, ειδικά για ένα έργο που στηλιτεύει την απληστία…

Η παράσταση πάντως είναι, αυτή τη στιγμή, από τις πιο επιτυχημένες του Μπρόντγουεϊ. Έχει μέση εβδομαδιαία είσπραξη 1.300.000 δολάρια, την στιγμή που ο προϋπολογισμός ολόκληρης της παραγωγής είναι 2.300.000 δολάρια. Τα ακριβότερα εισιτήρια κοστίζουν περίπου 350 δολάρια, εύκολα όμως μπορείς να βρεις μια καλή θέση με 140 κι επίσης να πετύχεις μέχρι και 40% έκπτωση στις διάφορες προσφορές.

Και παρά τις φήμες που κυκλοφορούν δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεις εισιτήριο, όπως έκανα εγώ, ακόμη και τέσσερις ώρες πριν από την έναρξη: το θέατρο Schoenfeld έχει 1.080 θέσεις.

Πηγή: aixmi.gr