Σημαντικά αυξημένος, καταγράφεται ο βαθμός ανταπόκρισης των ελληνικών λιμνών στις πρακτικές που ακολουθούνται σε άλλες χώρες της Ευρώπης για την αποκατάστασή τους, όπως ενημέρωσαν τον Γερμανό Διευθυντή του Ινστιτούτου για την έρευνα των λιμνών, Χάϊνζ Γκέρντ Σρόντερ, Έλληνες επιστήμονες, στη διάρκεια του συνεδρίου που διεξάγεται στην Καστοριά με θέμα, «Περιφερειακή, Αειφόρος Ανάπτυξης στην Ελλάδα».

Όπως τον ενημέρωσαν, οι πρακτικές που ανέπτυξε ότι ακολουθούνται για την αποκατάσταση λιμνών στη Γερμανία, μέχρι ένα μεγάλο βαθμό ακολουθούνται από τους Έλληνες επιστήμονες για την αποκατάσταση λιμνών στη χώρα μας, ωστόσο δεν έχουν τα ίδια αποτελέσματα, λόγω του ότι η Μεσόγειος έχει ιδιαιτερότητες.

Αυτές είναι το βάθος των λιμνών, οι ελληνικές λίμνες είναι ρηχές, αλλά και το γεγονός ότι λόγω του μεσογειακού κλίματος, η θερμοκρασία εντός των νερών είναι υψηλή για μεγαλύτερη περίοδο στη διάρκεια του έτους, γεγονότα που καθιστούν την αποκατάστασή τους δυσκολότερη, όπως επεσήμανε μιλώντας στο ΑΜΠΕ η επίκουρος καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δρ. Ιφιγένεια Κάγκαλου, πρόεδρος φορέα Διαχείρισης Περιοχής Οικοανάπτυξης Κάρλας- Μαυροβουνίου- Κεφαλόβρυσου- Βελεστίνου.

Παράλληλα μας τόνισε ότι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που καθιστά πιο δύσκολη και χρονοβόρα την αποκατάσταση των ελληνικών λιμνών, αφορά και στις πολλαπλές χρήσεις που έχουν και που συνήθως αλληλοσυγκρούονται. «Δυστυχώς», όπως μας υπογράμμισε, στην Ελλάδα τις λίμνες της χρησιμοποιούμε, μεταξύ άλλων, για: άρδευση, αλιεία ή και αναψυχή, ενώ, όπως μας τόνισε, στο εξωτερικό η «χρησιμότητά τους είναι μία και ξεκάθαρη».

Η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μαρία Μουστάκα υπογράμμισε μιλώντας στο ΑΜΠΕ την ελλιπή οικολογική κατάσταση της λίμνης της Καστοριάς, με βάση τα πρόσφατα αποτελέσματα και με το βασικό πρόβλημα να εξακολουθεί να εντοπίζεται στη μεγάλη αύξηση των δυνητικώς τοξικών κυανοβακτηρίων.

Διευκρίνισε, ότι η οικολογική ποιότητα νερού της λίμνης είχε μεν βελτιωθεί σημαντικά την περίοδο 1999-2008, με την καλύτερη περίοδο να καταγράφεται τα έτη 2003-2005, όμως η όλη διαδικασία ακολούθησε και πάλι φθίνουσα πορεία κατά τα έτη 2010-2012.

Για την οικολογική αποκατάσταση της λίμνης, προτείνεται οικονετρική λύση με στόχους τα τοξικά κυανοβακτήρια, ενώ όπως επεσήμανε, θα πρέπει να αναγνωριστούν τα αίτια της πρόσφατης υποβάθμισης της ποιότητας, 15 χρόνια μετά τη διακοπή εισόδου του κύριου όγκου των αστικών λυμάτων στη λίμνη.

Τόνισε ότι η εσωτερική τροφοδοσία φωσφόρου από το ίζημα της λίμνης (π.χ. ανα-αιώρηση του επιφανειακού ιζήματος με υψηλές συγκεντρώσεις βιο-διαθέσιμου φωσφόρου), μπορεί να αποτελεί την κύρια πηγή των τοξικών κυανοβακτηρίων στη λίμνη.

Ο διευθυντής της Διεύθυνσης Γενικής Γεωλογίας & Γεωλογικών Χαρτογραφήσεων του ΙΓΜΕ, Παναγιώτης Τσόμπος, παρουσίασε τα αποτελέσματα πρόσφατων βυθομετρικών -ιζηματολογικών και γεωχημικών ερευνών στον πυθμένα της λίμνης της Καστοριάς.

Επεσήμανε ότι από τη μελέτη της μορφολογίας του πυθμένα της λίμνης προκύπτει ότι ο βυθός είναι ομαλός με πολύ μικρές κλίσεις και μέσο βάθος τα 4,5 m (μέγιστο 8,8 m).

Η ακριβής χρονολόγηση των ιζημάτων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) σε κομμάτι φυτικού υπολείμματος ξύλου που χρονολογήθηκε στα 2300 χρόνια πριν από σήμερα.

Έτσι, με βάση τη χρονολόγηση αυτή, υπολογίστηκε η ταχύτητα ιζηματογένεσης στη λίμνη και εκτιμάται ότι κάθε 22 χρόνια περίπου αποτίθεται ένα εκατοστό ιζήματος. Αναφορικά με τις γεωχημικές αναλύσεις στα λιμναία ιζήματα και τις κατανομές των ανόργανων χημικών στοιχείων, τόνισε ότι δεν εντοπίστηκαν συγκεντρώσεις σε ανησυχητικά επίπεδα.

Στο πλαίσιο αυτό, βάσει της μελέτης που έγινε, από το ΙΓΜΕ κατατέθηκαν οι εξής προτάσεις:προσδιορισμός οργανικών συστατικών: (α) στα αιωρούμενα σωματίδια της υδάτινης στήλης και (β) στα λιμναία ιζήματα, απογραφή, ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος των χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται στη γεωργία, ολοκλήρωση των έργων συλλογής και ορθής διαχείρισης αποβλήτων από τις αστικές περιοχές των περί την λίμνη οικισμών, κατασκευή έργου ρύθμισης της στάθμης των υδάτων και εμπλουτισμός της λίμνης Καστοριάς με εκτροπή νερών από την υδρολογική λεκάνη του Αλιάκμονα στη θέση Κορομηλιά, μέσω μικρού φράγματος που θα εμπλουτίζει τόσο τα καρστικά νερά όσο και τις πηγές εκφόρτισης Κορομηλιάς, Λεύκης και τις υπολίμνιες της Λίμνης.