Έγραψε ιστορία, έκανε την ανατροπή, σάρωσε τα Όσκαρ, ό,τι κλισέ κι αν γράψει κανείς, το άνευ προηγουμένου επίτευγμα της ταινίας «Parasite» δεν αλλάζει. Με τέσσερα Όσκαρ βραβευμένη πλέον- μεταξύ αυτών και το βραβείο στην κορυφαία κατηγορία, της καλύτερης ταινίας- η ταινία του Κορεάτη Μπονγκ Τζουν Χο κατέγραψε έναν απρόσμενο θρίαμβο, εκτόξευσε στα ουράνια τους Νοτιοκορεάτες και άφησε πίσω της μεγάλα φαβορί.

Κωμωδία; Θρίλερ; Αλληγορία; Πολιτική σάτιρα; Τα είδη εναλλάσσονται καθώς η ιστορία προχωρά. Σε αυτό που οι κριτικοί συμφωνούν είναι πως, όπου κι αν την κατατάξεις, είναι αναμφίβολα η πιο τολμηρή κινηματογραφική πρόταση της χρονιάς.

«Είναι πλούσιοι αλλά είναι καλοί» λέει ο Ki-taek. «Είναι καλοί επειδή είναι πλούσιοι» απαντά η γυναίκα του. Κι είναι αυτός ένας από τους διαλόγους, στο αριστοτεχνικά φτιαγμένο και πλέον και βραβευμένο «Parasite», που επιχειρεί να αποτυπώσει τις αντιθέσεις- ταξικές και όχι μόνο- και να αναδείξει την άλλη όψη του ασιατικού υπερθαύματος.

Ο παραπάνω διάλογος ανήκει στους γονείς μιας τετραμελούς οικογένειας, που ζει στο περιθώριο, στην ανεργία και σε ένα υπόγειο στη Νότια Κορέα- που θα μπορούσε όμως κάλλιστα να βρίσκεται και σε πολλά άλλα μέρη στον κόσμο. Μαζί με τα δύο ανήλικα παιδιά τους- για την ακρίβεια χάρη σε αυτά- οι δύο γονείς μπαίνουν σιγά σιγά σε μία άλλη πλούσια οικογένεια. «Κι όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά μέχρι που οι διαφορετικοί κόσμοι τους συγκρούονται θεαματικά. Η κωμωδία μετατρέπεται σε τραγωδία και τα χαμόγελα μετατρέπονται σε γκριμάτσες καθώς ο αληθινός κόσμος γίνεται κομμάτια πάνω στο καλοκουρεμένο γκαζόν» όπως γράφουν οι New York Times.

Ο σκηνοθέτης Μπονγκ Τζουν Χο- που τιμήθηκε και με το Όσκαρ σκηνοθεσίας–  χρησιμοποιεί χώρους και πρόσωπα, επιφάνεια και υπόγειο, για να αναδείξει έννοιες όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τάξη, η ζωή.

Πρωταγωνιστές του είναι δύο οικογένειες, η οικογένεια Παρκ και η οικογένεια Κιμ. Η πρώτη, πλούσια και άνετη, ζει σε ένα εξίσου άνετο μοντέρνο σπίτι. Η δεύτερη σε ένα ανήλιαγο υπόγειο, όπου τα βγάζει πέρα συναρμολογώντας κουτιά για πίτσα.

Οι μοίρες των δύο οικογενειών συναντώνται όταν ο γιος των Κιμ, ο Ki-woo, πιάνει δουλειά ως δάσκαλος αγγλικών για την Da-hye, την έφηβη κόρη των Παρκ. Καθώς ανηφορίζει τον δρόμο για το σπίτι των Παρκ, περνά στην πραγματικότητα και το κατώφλι ενός άλλου κόσμου. Το σπίτι μοιάζει για εκείνον σαν όνειρο, κοινωνοί του οποίου θα γίνουν σύντομα οι γονείς και η αδελφή του, αναλαμβάνοντας στη συνέχεια άλλες δουλειές για λογαριασμό της οικογένειας.

Οι Κιμ δεν εξασφαλίζουν απλώς τις θέσεις τους ως δασκάλα εικαστικών, οικονόμος και σοφέρ, τις «αρπάζουν» με «πλαστά χαμόγελα» και «ψεύτικη γοητεία», καθώς ξεφορτώνονται τους άλλους εργαζόμενους της οικογένειας. Οι Παρκ δεν το πολυψάχνουν. Αλλά δεν είναι επειδή είναι εύπιστοι, όπως πιστεύει ο πατέρας Ki-taek. Καθώς αναθέτουν τη ζωή τους, τμηματικά, σε άλλους, το μαγείρεμα, το καθάρισμα, τη φροντίδα των παιδιών τους, οι Παρκ δρουν στην πραγματικότητα εξίσου παρασιτικά με τους οπορτουνιστές «συγκατοίκους» τους, τους Κιμ.

Ο αριστοτεχνικός χειρισμός του Μπονγκ

Οι περισσότεροι κριτικοί κινηματογράφου είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για τη σκηνοθετική ματιά του Μπονγκ Τζουν Χο. Του αρέσει να κινεί πολύ την κάμερα, μερικές φορές για να τραβήξει την προσοχή του θεατή από εκεί που νομίζει πως θα έπρεπε να είναι στραμμένη, αλλά πάντα σε αρμονία με τη δική του σκηνοθετική «χορογραφία».

Υπάρχει σκηνή που οι Κιμ σχεδόν δεν χωρούν στο πλάνο και «ξεχειλίζουν» καθώς ο σκηνοθέτης επιχειρεί να υπογραμμίσει την εγγύτητα των μελών της οικογένειας αλλά και να δώσει ένα στοιχείο προοικονομίας της ομαδικής «επίθεσής» τους στους Παρκ. Χωρίς συναισθηματισμούς για τη φτώχεια ή τις στενές σχέσεις τους, τις αντιδιαστέλλει με την «απομόνωση» των Παρκ, οι οποίοι σπάνια βρίσκονται μαζί ακόμα και στο ίδιο δωμάτιο.

Τα κωμικά στοιχεία αναδύονται ακόμα και μέσα από τον καθημερινό αγώνα των Κιμ. Όταν ο γιος και η κόρη δεν βρίσκουν σήμα Wi-Fi- έπαιρναν λαθραία από έναν γείτονα, προφανώς- βρίσκουν ένα σημείο κοντά στην τουαλέτα, μια σαφής αναφορά στο σημερινό ίντερνετ. Κι όταν γίνεται απολύμανση έξω από το υπόγειό τους, ο Ki-taek επιμένει να μην κλείσουν τα παράθυρα για να μπει ο «καπνός» και να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για τζάμπα απολύμανση. Εκείνοι πνίγονται, ο κόσμος γελάει.

Ο ελαφρά κωμικός τόνος διατηρείται και όταν οι Κιμ πιάνουν δουλειά στους Παρκ, παρότι αρχίζουν να γίνονται αισθητά μικρά άβολα «τσιμπήματα» αμηχανίας. Οι τέσσερις εργαζόμενοι μαθαίνουν γρήγορα τι θέλει η πλούσια οικογένεια να ακούει. Και η οικογένεια Παρκ εκφράζεται με μπρουτάλ ευπρέπεια για κάθε αίτημά της, όπως για παράδειγμα ένα γεύμα.

Το κομβικό σημείο είναι όταν οι Παρκ φορτώνουν το μεγάλο αυτοκίνητό τους και  φεύγουν για μία εκδρομή. Στην απουσία τους, οι Κιμ βγάζουν το αλκοόλ και παίρνουν το σπίτι στα χέρια τους. Ένα ευχάριστο διάλειμμα που όπως διακόπτεται απότομα όταν η παλιά οικονόμος επιστρέφει, φέροντας και μία «έκπληξη» μαζί της. Τα χοντρά αστεία γίνονται πιο βίαια, τα «αγκάθια» ξεγυμνώνονται, τα γέλια γίνονται τρομακτικά και σκληρά. «Μέχρι εκείνη τη στιγμή, νιώθεις άνετα, όσο και οι Κιμ. Το σπίτι είναι ευχάριστο τελικά. Αλλά το τίμημα αυτής της άνεσης, αυτών των όμορφων δωματίων, η ξεκάθαρη συγκατάθεση στην αδικία και την κακία που υποδηλώνουν, είναι τελικά πολύ μεγάλο» καταλήγουν οι New York Times.