Κρατιόταν σφιχτά από τις άκρες των βράχων, βέβαιος πως θα πεθάνει. Ο 19χρονος Marius Hoft είδε τον καλύτερο φίλο του να πέφτει στο κενό και άκουγε τους πυροβολισμούς του Άντερς Μπρέιβικ που στέρησαν 69 ζωές στο νησί Ουτόγια.
Και έζησε για να αφηγηθεί την τρομακτική εμπειρία του…

Ο 19χρονος και ο φίλος του Andreas Dalby Grønnesby κατάφεραν να διαφύγουν ενώ ο Μπρέιβικ άνοιγε πυρ σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους, τον περασμένο Ιούλιο.

Σκαρφάλωσαν πάνω από τις σορούς των νεκρών φίλων τους αναζητώντας μία κρυψώνα για να γλιτώσουν από τη φονική φρενίτιδα του Μπρέιβικ και τελικά χρειάστηκε να κατεβούν από έναν απότομο βράχο.

Καθώς έψαχναν ένα στοιχειωδώς ασφαλές σημείο μέχρι να φτάσουν οι διασώστες, ο Andreas έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο κενό με τον Marius να παρακολουθεί το τραγικό τέλος του φίλου του και να ακούει τους πυροβολισμούς του Μπρέιβικ μέχρι η αστυνομία τελικά να τον αφοπλίσει.

Οι διασώστες τράβηξαν το αγόρι με σκοινί από το σημείο όπου είχε κρυφτεί.

Οι φωτογραφίες του Hoft στο βράχο δόθηκαν σήμερα για πρώτη φορά στη δημοσιότητα ενώ η αφήγηση του νεαρού στη δίκη του 33χρονου δολοφόνου φόρτισε το κλίμα στη δικαστική αίθουσα.

«Ο Μπρέιβικ ήταν ακριβώς από πάνω μου και πυροβολούσε τον κόσμο. Άρχισα μα κλαίω ψάχνοντας ένα ασφαλές σημείο, ήθελα να γλιτώσω και σκεφτόμουν τη μητέρα μου», είπε ο Marius.

Το ψυχολογικό τραύμα από την εμπειρία αυτή ήταν τέτοιο που όπως είπε στο δικαστήριο, όταν διασώθηκε δεν ένιωθε τίποτα, ούτε χαρά ούτε λύπη.

Μέχρι σήμερα ο 19χρονος υποφέρει από αϋπνία και δεν μπορεί ούτε να συνεχίσει τις σπουδές του ούτε να εργαστεί.

Η μαρτυρία του Hoft δεν ήταν η μόνη που δοκίμασε τις αντοχές των ανθρώπων μέσα στη δικαστική αίθουσα. Η 20χρονη Frida Holm Skoglund περιέγραψε πώς άκουγε τους πυροβολισμούς κι έβλεπε φίλους της κατασκηνωτές να πέφτουν «σαν τα πουλιά» από έναν άνδρα που φορούσε στολή αστυνομικού. Τη ώρα που έτρεχε για να γλιτώσει δέχθηκε μία σφαίρα στο πόδι.

Η Skoglund είπε στο δικαστήριο πως άγγιξε το πόδι της κι ένιωσε τη σφαίρα. Παρά τον τραυματισμό της έτρεξε στην ακτή και άρχισε να κολυμπά. Θυμάται ακόμα τον Μπρέιβικ να της φωνάζει να γυρίσει πίσω.

Άλλοι επιζήσαντες περιέγραψαν στο δικαστήριο το φόβο που ένιωθαν και είπαν πως δεν τολμούσαν να ζητήσουν βοήθεια όταν έφτασε η αστυνομία γιατί φοβούνταν πως οι αστυνομικοί ήταν συνεργάτες του Μπρέιβικ.

«Δίσταζα να τους πλησιάσω γιατί φορούσε στολή αστυνομικού και ο άνδρας που με πυροβόλησε. Σκεφτόμουν πως μπορεί να έρθουν να τελειώσουν αυτό που εκείνος άρχισε», είπε ο 20χρ0νος Lars Grønnestad.