Η ελληνική βιομηχανία υπήρχε μια εποχή που είχε τον δικό της «χοντρό». Όπως είναι φυσικό αυτό που πάει στο μυαλό των περισσότερων είναι ένας εργοστασιάρχης, με κουστούμι και πούρο στο στόμα, αραγμένος πίσω από το γραφείο του να κρύβει την πελώρια κοιλιά του…

Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική για τον «χοντρό» ή «χονδρό» της ελληνικής βιομηχανίας. Αυτό είναι το όνομα που δόθηκε στον πρώτο ελληνικό οδοστρωτήρα. Στον πρώτο οδοστρωτήρα που έφτιαξε μια περιβόητη ελληνική επιχείρηση στον Πειραιά και το παρουσίασε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1972.

Η ιστορία του μηχανουργείου Κούππα στον Πειραιά ξεκινάει πολλά χρόνια νωρίτερα από τη Λέσβο.

Εκεί ζούσε ο Κεφαλλονίτης στην καταγωγή Σπυρίδωνας Κούππας, πλοιοκτήτης και έμπορος που είχε εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη.

Οι φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη Λέσβο, όπως η «μεγάλη καμάδα», δηλαδή ο παγετός που κατέστρεψε τις καλλιέργειες το 1851, αλλά και ο σεισμός του 1867, έπληξαν την οικογένεια Κούππα και οι γιοι του Σπυρίδωνα αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν.

Ο Γρηγόρης, που ήταν ο μεγαλύτερος και είχε μαθητεύσει στο ελληνικό γυμνάσιο της Μυτιλήνης, στάλθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1850 στην Αζοφική, και συγκεκριμένα στο Ταϊγάνιο, στο υποκατάστημα των Αδελφών Σεβαστόπουλου, όπου δούλευε και ο πατέρας του, σύμφωνα με στοιχεία από την Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού. Από τους άλλους τρεις γιους ο μεν Επαμεινώνδας στάλθηκε και αυτός στη Ρωσία, ενώ ο Πανάρετος στη Σμύρνη, για να ακολουθήσει το ιερατικό επάγγελμα.

shutterstock587256506

Ο μικρότερος, ο Αχιλλέας έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει καλές τέχνες. Τελικά, άγνωστο πως βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου θήτευσε σε επιχειρήσεις μετάλλου.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1877, με την εμπειρία από τις ξένες εταιρείες, προσελήφθη στην γαλλική εταιρεία των Μεταλλείων Λαυρίου.

Το 1882 αποφάσισε να ιδρύσει, μαζί με τα δύο από τα αδέλφια του (ο Γρηγόριος κατέθεσε 200.000 δραχμές ως μετοχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με την «Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού»), το «Νέον Μηχανουργείον», του Αχιλ. Κούππα και Σιας, «Η Εργάνη Αθηνά», στον Πειραιά. Το μηχανουργείο βρισκόταν «εν Πειραιεί, όπισθεν του νηματουργείου Βολονάκη», όπως καταγράφτηκε σε διαφήμιση σε εφημερίδα της εποχής.

Επηρεασμένος από τη ρωσική εκβιομηχάνιση που αναπτυσσόταν ραγδαία χάρη στα ξένα κεφάλαια, ο Γρηγόρης πρότεινε το άνοιγμα μηχανουργείου στο Ροστόφ, αλλά ο Αχιλλέας, πίεζε για τον Πειραιά και τελικά επικράτησε.

Στο μηχανουργείο δούλευαν αρχικά 50 εργάτες ενώ είχε και χυτήριο και λεβητοποιείο. Κατασκεύαζε από μαγγανοπήγαδα μέχρι αντλίες και μάλιστα για πάνω από έναν αιώνα, μέχρι το κλείσιμο της επιχείρησης το 1987.

Το μέγεθος της βιομηχανίας για τα ελληνικά δεδομένα ήταν τέτοιο που το αρχείο συνιστά ένα από τα σημαντικότερα αρχεία επιχειρήσεων στον ελληνικό χώρο. Το αρχείο του ιστορικού μηχανουργείου φυλάσσεται στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

Πέρα από τους ατμολέβητες και τις ατμογεννήτριες που υπήρξαν το κύριο αντικείμενο της παραγωγής της, η «Κούππας ΑΕ» επεκτάθηκε βαθμιαία στο χώρο των μεγά­λων τεχνικών έργων.

Η επιχείρηση μάλιστα ανέλαβε έργα όχι μόνο του ελληνικού κράτους αλλά και έργα από τη Λιβύη μέχρι τη Σαουδική Αραβία και το Ιράκ.

Η Κούππας ΑΕ ακολουθώντας την αποβιομηχάνιση της χώρας τερμάτισε τις δραστηριότητες της το 1987.

Ο πρώτος ελληνικός οδοστρωτήρας, ο επονομαζόμενος «Χοντρός»

Μία από τις κατασκευές του πειραϊκού μηχανουργείου ήταν ο πρώτος ελληνικός οδοστρωτήρας, ο επονομαζόμενος «Χοντρός». Όπως αναφέρθηκε παρουσιάστηκε στην 37η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το 1972, την ίδια χρονιά που η Πάτι Πράβο έδινε δύο sold-out συναυλίες στο Παλαί Ντε Σπορ.

shutterstock1036404034

Για την ιστορία, στον Κούππα ανήκε το νεοκλασικό κτίριο στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου (έως την Κριεζώτου), σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ.

Το νεοκλασικό μέγαρο που υψώνεται επί της οδού Πανεπιστημίου, μεταξύ των οδών Κριεζώτου και Βουκουρεστίου, οικοδομήθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα και πολυτελέστερα κτίρια της εποχής, και ανήκε στον βιομήχανο Αχιλλέα Κούπα.