Αρνείται την κατηγορία που αντιμετωπίζει για ξέπλυμα μαύρου χρήματος η κόρη του Άκη Τσοχατζόπουλου, Αρετή, ενώ , για την απόκτηση του ακινήτου στην οδό Δεινοκράτους ανέφερε ότι το αγόρασε με χρήματα από πώληση άλλου ακινήτου στην Καλλιθέα.

Η κατηγορουμένη, μητέρα τριών ανήλικων παιδιών, μελών μονογονεϊκής οικογένειας, στο 23σέλιδο υπόμνημα της προς τον ανακριτή Γαβριήλ Μαλλή, τονίζει ότι δεν πρέπει να κριθεί προσωρινά κρατούμενη, γιατί δεν πληρούνται στο πρόσωπο της οι ουσιαστικοί λόγοι του νόμου και κυρίως το ενδεχόμενο διαφυγής της στο εξωτερικό, γιατί «θα εγκατέλειπα στο έλεος του Θεού τα τρία ανήλικα τέκνα μου».

Στο υπόμνημα που παρέδωσε στον ανακριτή της υπόθεσης, μετά τη σχεδόν 5ωρη απολογία της, η κόρη του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ δηλώνει αποστασιοποιημένη από τον πατέρα της, τονίζοντας ότι μετά την επιστροφή της από το εξωτερικό «οι κοινές εμφανίσεις (με τον πατέρα της) είναι ανύπαρκτες και η προσωπική μας επικοινωνία έως ελάχιστη» καθώς και ότι «δυναμιτιζόταν καθημερινά από την ένταση στις σχέσεις μεταξύ των γονιών μου».

«Τα έσπασαν» με τον πατέρα της λόγω της Β. Σταμάτη

Επισημαίνει, ακόμη, ότι δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε οργάνωση που νομιμοποιούσε τις παράνομες αμοιβές του πρώην υπουργού, καθώς από το 1996 οι σχέσεις με τον πατέρα της διαταράχθηκαν εξαιτίας της «εξωσυζυγικής σχέσεως του πατέρα μου με την Βίκυ Σταμάτη».

Μάλιστα, αναφερόμενη στη σύζυγο του Α. Τσοχατζόπουλου, Βίκυ Σταμάτη, σημειώνει ότι οι προσωπικές επιλογές του πατέρα της την έφεραν αντιμέτωπη με τη σύντροφό του και της αποστέρησαν από πολύ νωρίς την καθημερινή επαφή μαζί του.

Αναφερόμενη στη σχέση του πατέρα της με τη συγκατηγορουμένη της, πλέον, Βίκυ Σταμάτη, η κόρη του πρώην υπουργού υπογραμμίζει ότι «απασχόλησε και απασχολεί έντονα τη δημοσιότητα και έδωσε, δυστυχώς, άφθονη τροφή για σχόλια επί 15 συναπτά έτη. Καίτοι αφορά αμιγώς τον ιδιωτικό βίο της οικογένειας μου, αποτελεί κοινό κτήμα στη συνείδηση όλων των γνωστών και φίλων, αλλά και του κάθε πολίτη το γεγονός ότι εν όψει της σχέσης αυτής, της πικρίας που η μητέρα μου αντιμετώπισε, όλων των δυσάρεστων σχολίων, ενώπιον των οποίων η οικογένεια μου ήταν εκτεθειμένη επί δεκαετίες, οι σχέσεις μου με τον πατέρα μου από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης του με την μητέρα μου και μετά έγιναν, δυστυχώς, περισσότερο τυπικές και λιγότερο ουσιαστικές».

Η κατηγορουμένη διευκρινίζει στις γραπτές θέσεις της προς τον ανακριτή ότι αγαπά ειλικρινά τον πατέρα της και αγωνιά για αυτόν, αλλά «οι προσωπικές επιλογές του με έφεραν, δυστυχώς, αντιμέτωπη με την νέα σύντροφό του και μου αποστέρησαν από πολύ νωρίς την καθημερινή επαφή μαζί του».

Επισημαίνει, επίσης, προς επίρρωση των ισχυρισμών της, ότι «δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι και μετά την οριστική επιστροφή μου στην Ελλάδα, τη γέννηση των τριών τέκνων μου και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως σήμερον, οι κοινές εμφανίσεις μας είναι ανύπαρκτες και η προσωπική μας επικοινωνία έως ελάχιστη… Συνειδητά δεν παρευρέθην στο δεύτερο γάμο του, το έτος 2004, αλλά ούτε και προσκλήθηκα στη βάφτιση του υιού τους με την Βίκυ Σταμάτη, ενώ η παρουσία του ιδίου στις βαπτίσεις των υιών μου ήταν ολιγόλεπτη κατά τη διάρκεια των μυστηρίων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι μετά τη γέννηση του πρωτότοκου υιού μου, την 31η -12-1998 και την εγκατάσταση μου στο επίδικο ακίνητο της οδού Δεινοκράτους αρ. 60, ο πατέρας μου μας επισκέφθηκε δυο χρόνια μετά, με αφορμή τα γενέθλια του υιού μου».

Όπως εξηγεί η κατηγορουμένη έχει αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα την τελευταία 10ετία και αναφέρει ότι είναι «αυθαίρετη τόσο δογματικά, καθώς θεμελιώνει μία νομικά πρωτόγνωρη έννοια Οικογενειακής -Αντικειμενικής Ευθύνης, όσο και κατά τον κοινό νου» η ταύτιση της με την ιδιότητα μέλους μιας οργανωμένης ομάδας ξεπλύματος χρημάτων. Εκφράζει επίσης και τον προβληματισμό της για τα συμπεράσματα της εισαγγελικής έρευνας ως προς την ποινική εμπλοκή της: «διερωτώμαι με ποια λογική, ένας πατέρας θα επέλεγε να καταστήσει κάποιο από τα παιδιά του, την θυγατέρα του, μητέρα τριών ανήλικων τέκνων, κοινωνό υποτιθέμενων ανομιών του και μέτοχο μιας υποθετικής εγκληματικής οργάνωσης».

Το ακίνητο στη Δεινοκράτους

Ειδικότερα, όσον αφορά το ακίνητο της Δεινοκράτους, η Α. Τσοχατζοπούλου ισχυρίζεται ότι είναι ένα πενταόροφο κτίριο που ολοκλήρωσε το 2004 με δανειοδότηση, ενώ πουλήθηκε το 2005 σε μεγάλη εμπορική εταιρεία έναντι 2,5 εκατ. ευρώ. Με τα χρήματα που εισέπραξε από την πώληση αυτή αγόρασε στο σπίτι στη Δεινοκράτους από τον Αστέριο Οικονομίδη της κατασκευαστικής εταιρείας Arcon, έναντι 627.942 ευρώ.
Για την πώληση του ακινήτου στην Καλλιθέα, η κόρη του Α. Τσοχατζόπουλου προσκόμισε τα σχετικά έγγραφα και παραστατικά, με στόχο να καταρριφθεί το κατηγορητήριο, το οποίο αναφέρει ότι η αγορά του ακινήτου έγινε με χρήματα που αποτελούν προϊόν δωροδοκία του πατέρα της για υπογραφή δύο συμβάσεων εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Όσον αφορά την εταιρεία Blubell, μέσω της οποίας, βάσει του κατηγορητηρίου, διακινήθηκαν χρήματα από μίζες για υποβρύχια για τα TOR-M1, η κόρη του Άκη Τσοχατζόπουλου ανέφερε ότι, όταν το 1998 αναζητούσε σπίτι στην Αθήνα επιστρέφοντας τότε από τη Γερμανία οριστικά, η Ευφροσύνη Λαμπροπούλου (λογίστρια του Α. Τσοχατζόπουλου που έχει προφυλακιστεί για την ίδια υπόθεση), της είπε ότι ο θείος της Νικόλαος Ζήγρας (επίσης προφυλακισμένος), θα μπορούσε να τη βοηθήσει, καθώς εκπροσωπούσε εταιρεία που εκμίσθωνε διαμέρισμα στο κέντρο» (Bluebell). Όπως ανέφερε η Α. Τσοχατζοπούλου, συμφώνησε να μισθώσει το σπίτι «αντί ποσού 350.000 μηνιαίως 4.200.000 δρχ. ετησίως» και περιέλαβε το μίσθωμα στις επιμέρους φορολογικές της δηλώσεις για τα οικονομικά έτη 2000- 2007.