Σε οργισμένη ανακοίνωσή τους, οι συνήγοροι της οικογένειας του Σήφη Βαλυράκη, αναφέρουν πως τρία χρόνια μετά τη «δολοφονία του Σήφη Βαλυράκη», «κατάπληκτοι και οργισμένοι» πληροφορήθηκαν ότι οι κατηγορούμενοι κατέχουν ακόμα όπλα.

Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά: Όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 2 της Υπουργικής Απόφασης 3009/2/20-στ/1994, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και του άρθρου 18 παρ. 2 και 5 ν. 2168/1993 όπως ισχύει, προβλέπεται η ανάκληση των αδειών οπλοφορίας κυνηγετικών όπλων από τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση κατά την οποία κατά των κατόχων των σχετικών αδειών έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος.

Όπως είναι γνωστό, εκκρεμεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών και είχε προσδιοριστεί για την δικάσιμο της 13/12/2023 η εκδίκαση της υπόθεσης της εκ προθέσεως από κοινού και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση ανθρωποκτονίας του Ιωσήφ (Σήφη) Βαλυράκη, στις 24.1.2021 στην Ερέτρια εκ μέρους των δύο κατηγορουμένων σύμφωνα με τις αποδιδόμενες σε αυτούς με το υπ. αριθμ. 16/2023 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος πράξεις Η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων για τις 17.6.2024.

Η ποινική δίωξη εναντίον των δραστών κατηγορουμένων χρονολογείται από το Νοέμβριο 2021, όταν εκδόθηκε η υπ. αριθμ. 51/2021 διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Εύβοιας, η οποία εξαφάνισε την αρχική απαλλακτική διάταξη 424/2021 του – ελεγχόμενου ως προς τις ποινικές του ευθύνες – Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας.

Ως εκ τούτου, λόγοι δημόσιας τάξης επέβαλαν από τότε την άμεση ανάκληση των αδειών κατοχής κυνηγετικών όπλων από τους κατηγορουμένους και βεβαίως την κλήση τους να παραδώσουν τα όπλα τους στην αστυνομία. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της σχετικής ποινικής δικογραφίας, από σωρεία μαρτυρικών καταθέσεων συγγενικών προσώπων των κατηγορουμένων προέκυπτε ήδη από τον Απρίλιο 2021 ότι τουλάχιστον ένας εκ των κατηγορουμένων διέθετε κυνηγετικά όπλα και μάλιστα κατατέθηκε για αυτόν ότι είχε πάει για κυνήγι καίτοι αυτό απαγορευόταν την ημέρα της δολοφονίας.

Συνεπώς η παραπάνω πληροφορία ήταν σε πλήρη γνώση των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών από την πρώτη στιγμή της ποινικής δίωξης. Και βέβαια η εξέλιξη της ποινικής δίωξης για τη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν σε πλήρη γνώση των τοπικών και όχι μόνο αστυνομικών αρχών λόγω της ευρύτατης δημοσιότητας της υπόθεσης, αλλά και του αυξημένου κινδύνου για τη δημόσια τάξη στην περιοχή, εκτίμηση περί του οποίου οδήγησε την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Ευβοίας να αιτηθεί εγγράφως μέσω της Εισαγγελίας Εφετών Εύβοιας στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την εκτός Ευβοίας διεξαγωγή της δίκης, αίτηση που έγινε δεκτή με την απόφαση Συμβ. Α.Π. 888/2023 και έτσι η δίκη προσδιορίστηκε να γίνει στην Αθήνα. Και όμως, παρά την εκτίμηση αυτήν, οι αστυνομικές αρχές παρέλειψαν να ελέγξουν και να πράξουν τα αυτονόητα στους κατηγορουμένους της υπόθεσης.

Το τι είδους μήνυμα εκπέμπει προς κάθε κατεύθυνση αυτή η παράλειψη ίσως εξηγεί όχι μόνο την αυξημένη και ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα της περιόδου, αλλά και την αυξημένη και ανεξέλεγκτη αυτοπεποίθηση και αίσθηση ασυλίας – εύλογη και από το ότι αποφυλακίστηκαν με εγγύηση μετά από έναν μόλις μήνα προφυλάκισης – των ίδιων των κατηγορουμένων, οι οποίοι σύμφωνα με την ειδησεογραφία με τις κυνηγετικές τους καραμπίνες που εξακολουθούσαν «να κατέχουν νόμιμα» με την ανοχή των αρμοδίων αρχών, χαιρέτισαν επιδεικτικά την αλλαγή του χρόνου στην Ερέτρια, περιγελώντας και αυτές και την έννομη τάξη.

Προσβολή βέβαια συνιστά η συμπεριφορά τους και απέναντι στους δικαστές που μετείχαν στην έκδοση του βουλεύματος 154/2022 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, το οποίο διέταξε την αντικατάσταση της προσωρινή τους κράτησης μόλις ένα μήνα μετά την επιβολή της με κριτήριο τον βαθμό προσαρμογής τους στις εκδηλώσεις της έννομης τάξης και την αιτιολογία ότι παρά την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής τους, οι κατηγορούμενοι μπορούν να μείνουν ελεύθεροι μέχρι τη δίκη διότι εκτιμάται ότι «μπορούν να συμμορφωθούν με τους κανόνες της έννομης τάξης».

Προφανώς και τα νέα δεδομένα που προέκυψαν πρέπει να αξιολογηθούν αρμοδίως ως προς τη δικονομική τους μεταχείριση πριν τη δίκη. Η παράλειψη εκούσιας παράδοσης των όπλων και αιτήματος ανάκλησης των αδειών, αλλά και οι «πυροβολισμοί» δεν συνιστούν συμμόρφωση στους κανόνες της έννομης τάξης, αλλά επιδεικτική τους περιφρόνηση. Στοιχειώδης απαίτηση της οικογένειας Βαλυράκη είναι εκτός από τα παραπάνω και να ελεγχθούν άμεσα οι ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες όσων λειτουργών και υπαλλήλων, εισαγγελικών και αστυνομικών, ενέχονται για αυτήν την παράλειψη και την ασυδοσία.. Ενώ η ηγεσία της Αστυνομίας και η πολιτική της ηγεσία οφείλουν άμεσα τις εξηγήσεις τους στην κοινή γνώμη.

Τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του, ο αγώνας για την απόδοση δικαιοσύνης σε κάθε επίπεδο ενάντια στη συγκάλυψη και την ανοχή εγκληματικών πράξεων αποτελεί εκ μέρους μας την μεγαλύτερη απόδοση τιμής σε έναν αγωνιστή της δημοκρατίας που αφιέρωσε τη ζωή του στους παραπάνω στόχους και στον αγώνα για την οικοδόμηση κράτους δικαίου.