Πρόεδρος του Ιράκ για περισσότερες από δύο δεκαετίες, ο διαβόητος ηγέτης έβαλε τη χώρα του σε μεγάλες στρατιωτικές περιπέτειες τόσο με το Ιράν όσο και με τη Δύση.

Το όνομά του παραμένει ταυτόσημο ως ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της Δύσης στη σύγχρονη εποχή, συνώνυμο του χημικού και βιολογικού πολέμου.

Ο ίδιος προτιμούσε πάντως να τον συγκρίνουν με τον αρχαίο βαβυλώνιο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, αλλά και με τον Σαλαντίν, τον μουσουλμάνο που τα έβαλε με τους Σταυροφόρους και απελευθέρωσε την Ιερουσαλήμ!

Στα χρονικά του ηγέτη του Ιράκ για 24 συναπτά έτη, εκκινώντας από το 1979, περιλαμβάνονται οι συγκρούσεις με το Ιράν, ο Πόλεμος του Κόλπου και πολλά ακόμα ζοφερά στιγμιότυπα μιας ζωής που θα τελείωνε απρόοπτα, όταν τα αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003 και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο.

Ο απαγχονισμός του δικτάτορα λειτούργησε ως συμβολική εικονογραφία ενός κόσμου που τελείωσε, δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στην καταπίεση των μειονοτήτων της χώρας και την προνομιακή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου της χώρας…

Πρώτα χρόνια

Ο Σαντάμ Χουσεΐν Αμπντ αλ-Ματζιντ αλ-Τικρίτι γεννιέται στις 28 Απριλίου 1937 στην ιρακινή επαρχία του Τικρίτ, ως γιος βοσκού της περιοχής. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια λίγους μήνες πριν από τη γέννησή του, ενώ αμέσως μετά ο μεγαλύτερος αδερφός του πέθανε χτυπημένος από καρκίνο.

Ανήμπορη να ξεπεράσει τις τραγικές απώλειες, η μητέρα δεν μπορεί να μεγαλώσει όπως θα ήθελε τον μικρό Σαντάμ, γι’ αυτό και τον στέλνει σε ηλικία 3 ετών να ζήσει στη Βαγδάτη με τον θείο του. Χρόνια αργότερα, ο Σαντάμ επέστρεψε στο χωριό του για να ενωθεί και πάλι με τη μητέρα του, η κακοποίηση όμως που υπέφερε από τον πατριό του τον ανάγκασε να επιστρέψει για άλλη μια φορά στη Βαγδάτη και την προστασία του θείου.

Ο θείος είναι όμως σκληροπυρηνικός σουνίτης μουσουλμάνος και φλογερός άραβας εθνικιστής, γεγονός που θα σφυρηλατήσει την πολιτική προσωπικότητα του έφηβου Σαντάμ, επηρεάζοντας καθοριστικά πλέον τις τοποθετήσεις του στη ζωή. Αφού αποφοιτήσει λοιπόν από το εθνικιστικό σχολείο της Βαγδάτης, το 1957, σε ηλικία 20 ετών, προσχωρεί στον εξτρεμιστικό παναραβικό σχηματισμό Μπάαθ, ένα ακραίο κόμμα δηλαδή που η ιδεολογία του ήταν να ενωθούν όλα τα αραβικά κράτη της Μέσης Ανατολής, με το αντιδυτικό του μένος να λειτουργεί ως επιστέγασμα.

Στις 7 Οκτωβρίου 1959, ο Σαντάμ συμμετέχει στο πραξικόπημα του Μπάαθ, όταν αυτό προσπάθησε να δολοφονήσει τον ιρακινό πρόεδρο Αμπντούλ Καρί Κασέμ, μετά την άρνηση του τελευταίου να προσχωρήσει στη νεοσύστατη Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία και τη συμμαχία του φυσικά με το κομμουνιστικό κόμμα του Ιράκ.

Στην απόπειρα δολοφονίας, σκοτώνεται ο οδηγός του προέδρου, ο ίδιος ωστόσο επιβιώνει από τη μανία του Μπάαθ παρά τις πολλαπλές σφαίρες που δέχτηκε. Ο Σαντάμ λαβώνεται στο πόδι, καταφέρνει ωστόσο να το σκάσει στη Συρία, αν και πολλά μέλη του κόμματός του δεν θα είχαν την ίδια τύχη, αφού συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν λίγο αργότερα. Στη Συρία θα βρει καταφύγιο και θα παραμείνει για λίγο, πριν μετακομίσει στην Αίγυπτο με σκοπό να φοιτήσει σε πανεπιστημιακό νομικό τμήμα…

Άνοδος στην εξουσία

Το 1963, με τον Σαντάμ να διανύει ήδη τον τρίτο του χρόνο στα νομικά έδρανα του Πανεπιστημίου του Καΐρου, το καθεστώς του Κασέμ ανατρέπεται από το νέο και πετυχημένο αυτή τη φορά πραξικόπημα του Μπάαθ, αναγκάζοντας τον φοιτητή να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να επιστρέψει άρον-άρον στο Ιράκ.

Επιστρέφοντας όμως στο Ιράκ, τον περιμένουν μπελάδες: οι συνεχιζόμενες ενδοκομματικές διαμάχες στο εσωτερικό του Μπάαθ θα φέρουν τον Σαντάμ πίσω από τα σίδερα της φυλακής την επόμενη χρονιά. Όντας φυλακισμένος, ο φοιτητής του Νομικού Κολεγίου της Βαγδάτης συνεχίζει τις πολιτικές επαφές του και καταφέρνει να ανέλθει μπόλικα σκαλιά στην ιεραρχία του κόμματος. Κι έτσι το 1966 θα βρεθεί στη θέση του ανώτατου τοπικού στελέχους του Μπάαθ, γεγονός που του δίνει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση -και βοήθεια φυσικά- να αποδράσει από τη φυλακή. Στα χρόνια που θα έρχονταν, η πολιτική του επιρροή θα αυξανόταν καθοριστικά…

Το 1968, ο Σαντάμ συμμετέχει σε νέο αιματοβαμμένο και εξίσου πετυχημένο πραξικόπημα του Μπάαθ, που κατέληξε με τον Αχμάντ Χασάν αλ Μπακρ πρόεδρο του Ιράκ και τον Σαντάμ βοηθό του!

Στα χρόνια της προεδρίας του αλ Μπακρ, ο Σαντάμ αποδεικνύεται αποτελεσματικός και προοδευτικός στην άσκηση των καθηκόντων του, παρά τη φήμη που αρχίζει να τον περιβάλλει ως άνθρωπος ανηλεής και αδίστακτος. Ο Σαντάμ έκανε τα πάντα για να εκμοντερνίσει τις υποδομές του Ιράκ, τη βιομηχανία και το εθνικό σύστημα υγείας, καταφέρνοντας μάλιστα η κοινωνική πολιτική της χώρας, το εκπαιδευτικό σύστημα και η αγροτική παραγωγή να ανέλθει σε δυσθεώρητα επίπεδα, επισκιάζοντας όλες τις άλλες αραβικές χώρες της περιοχής!

Ο Σαντάμ εθνικοποίησε ταυτόχρονα την πετρελαϊκή βιομηχανία του Ιράκ, πριν την πετρελαϊκή κρίση μάλιστα του 1973, η οποία απέδωσε απίστευτα έσοδα στο αραβικό έθνος. Ταυτοχρόνως, ο Χουσεΐν χρηματοδοτεί το πρώτο πρόγραμμα του Ιράκ για την ανάπτυξη χημικών όπλων και, για να εξασφαλίσει το καθεστώς από απόπειρες πραξικοπήματος, δημιουργεί ένοπλες παρακρατικές οργανώσεις (επιστρατεύοντας τον παραστρατιωτικό βραχίονα του Μπάαθ) για την ασφάλεια του καθεστώτος. Τότε αρχίζουν οι πρώτοι βασανισμοί, βιασμοί και εκτελέσεις των πολιτικών του αντιπάλων, μια αποτρόπαιη πρακτική που θα κλιμακωνόταν στα επόμενα χρόνια.

Το 1979, όταν ο ιρακινός πρόεδρος αποπειράθηκε να ενώσει Ιράκ και Συρία, σε έναν πολιτικό τακτικισμό που θα άφηνε ανίσχυρο τον Νο 2 της κυβέρνησής του, ο Σαντάμ τον αναγκάζει να παραιτηθεί, έπειτα από σειρά δολοπλοκιών και απειλών κατά της ζωής του. Κι έτσι, στις 16 Ιουλίου 1979 ο Σαντάμ ορκίζεται πρόεδρος του Ιράκ…

Λιγότερο από μία εβδομάδα αργότερα, ο Χουσεΐν συγκαλεί γενική συνέλευση του κόμματός του, στην οποία μνημονεύονται 68 μέλη του σχηματισμού του. Κάθε μέλος της λίστας συλλαμβάνεται αμέσως μετά και οι 22 εξ αυτών καταδικάζονται σε θάνατο. Μέχρι τις αρχές Αυγούστου του 1979, ήταν πια σαφές πώς θα κυβερνούσε ο Σαντάμ τη χώρα: τα μέλη του Μπάαθ και οι πολιτικοί αντίπαλοι που είχαν εξοντωθεί είχαν αγγίξει μερικές εκατοντάδες…

Δεκαετίες συγκρούσεων



Την ίδια χρονιά που ο Σαντάμ ανήλθε στην ηγεσία του Ιράκ, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ολοκλήρωνε την πετυχημένη ισλαμική επανάστασή του στο γειτονικό Ιράν. Ο Σουνίτης Χουσεΐν, η πολιτική δύναμη του οποίου βασιζόταν εξάλλου στην υποστήριξη της σουνιτικής μειονότητας του Ιράκ, ανησύχησε ότι οι εξελίξεις στο σιιτικό πλέον Ιράν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρόμοιο ξεσηκωμό στο Ιράκ: ως απάντηση, στις 22 Σεπτεμβρίου 1980, ο Σαντάμ διατάζει τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην πλούσια σε πετρέλαιο επαρχία Khuzestan του Ιράν.

Αυτή έμελλε να είναι η πρώτη πράξη ενός πολέμου που σύντομα θα κλιμακωνόταν, σπέρνοντας όλεθρο και καταστροφή στην περιοχή. Η εμπλοκή των δυτικών εθνών, αλλά και χωρών του αραβικού κόσμου, καθοριστική: φοβούμενοι την εξάπλωση του ισλαμικού εξτρεμισμού τόσο στην περιοχή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, η Δύση υποστηρίζει τον Σαντάμ, παρά το γεγονός ότι η εισβολή του στο Ιράν παραβίαζε κατάφωρα όλες τις διεθνείς συμβάσεις!

Στο πλαίσιο αυτό, η διεθνής κοινότητα αποφασίζει να αποσιωπήσει διακριτικά τη χρήση χημικών όπλων από το Ιράκ του Σαντάμ, όπως εξάλλου κάνει και στη γενοκτονία του κουρδικού πληθυσμού, αλλά και στο πυρηνικό πρόγραμμα που εγκαινίασε ο Σαντάμ. Κι έτσι, στις 20 Αυγούστου 1988, έπειτα από οκτώ χρόνια σφοδρών και συνεχών συγκρούσεων, που άφησαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, επιτεύχθηκε η πολυαναμενόμενη εκεχειρία.

Στα τέλη λοιπόν της δεκαετίας του ’80, αποζητώντας να τονώσει τη ρημαγμένη οικονομία του Ιράκ, ο Σαντάμ βάζει στο επεκτατικό του στόχαστρο τους πλούσιους γείτονές του: χρησιμοποιώντας το ιστορικό άλλοθι ότι κάποτε ήταν τμήμα του Ιράκ, ο Σαντάμ εισβάλει στο Κουβέιτ στις 2 Αυγούστου 1990, αυτή τη φορά βέβαια βρίσκοντας απέναντί του τη διεθνή κοινότητα.
Με άμεση σχεδόν απάντηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οικονομικές κυρώσεις εφαρμόζονται στο Ιράκ, την ίδια στιγμή που δόθηκε στον Σαντάμ τελεσίγραφο για την απόσυρση των στρατευμάτων του από το πετρελαιοπαραγωγό Κουβέιτ.

Σε κάτι που όλοι θα θυμούνται, όταν στις 15 Ιανουαρίου 1991 έληξε η διορία του ΟΗΕ στον Σαντάμ, ο συνασπισμός του ΝΑΤΟ, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ήταν πια έτοιμος να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του δικτάτορα, εγκαινιάζοντας αυτό που θα έμενε στην Ιστορία ως Πόλεμος του Κόλπου.

Μόλις έξι εβδομάδες αργότερα, το ΝΑΤΟ είχε εκδιώξει τα ιρακινά στρατεύματα από το κρατίδιο, ενώ στο σύμφωνο εκεχειρίας που υπογράφηκε ο Σαντάμ υποχρεώθηκε να καταστρέψει το χημικό και βιολογικό του οπλοστάσιο. Παρά τις οικονομικές κυρώσεις που συνέχιζαν να ισχύουν και τη στρατιωτική ήττα στο πεδίο της μάχης, ο Σαντάμ ανακήρυξε νικηφόρα την εκστρατεία στο Κουβέιτ!

Ο Πόλεμος του Κόλπου και η οικονομική δυσπραγία που ακολούθησε διαίρεσαν ακόμη περισσότερο τον ήδη κατακερματισμένο πληθυσμό του Ιράκ: στη δεκαετία του ’90 έλαβαν χώρα διάφορες εξεγέρσεις του σιιτικού και κουρδικού πληθυσμού του Ιράκ, με τον υπόλοιπο πλανήτη να παρακολουθεί απαθής. Η διεθνής κοινότητα, φοβούμενη άλλον έναν πόλεμο, την κουρδική ανεξαρτησία (στην περίπτωση της Τουρκίας) αλλά και την εξάπλωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, επέλεξε να παραμείνει αμέτοχη στη σφαγή μεγάλων τμημάτων του ιρακινού πληθυσμού από τον Σαντάμ, οι ολοένα και πιο κατασταλτικές δυνάμεις ασφαλείας του οποίου έκαναν ό,τι ήθελαν στη χώρα.

Την ίδια βέβαια στιγμή με την ουδετερότητα του πλανήτη στα εγκλήματα του Σαντάμ, το Ιράκ παραμένει κάτω από στενό διεθνή έλεγχο. Κι έτσι το 1993, όταν οι ιρακινές δυνάμεις παραβίασαν νεκρή ζώνη που είχε επιβληθεί από τον ΟΗΕ, οι ΗΠΑ επιτίθενται με πυραύλους στη Βαγδάτη…

Και βέβαια από το 1998, όταν οι ιρακινές παραβιάσεις γενικεύτηκαν, με τον Σαντάμ να φέρεται να συνεχίζει μυστικά το παράνομο οπλοστάσιό του, οι αμερικανικές πυραυλικές επιθέσεις στο Ιράκ αυξάνονται καθοριστικά, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2001 τουλάχιστον…

Η πτώση του Σαντάμ

Μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης και τον αμερικανικό πανικό που άγγιξε κόκκινο, η ρωσική αντικατασκοπεία εμπιστεύεται απόρρητες πληροφορίες στην αμερικανική κυβέρνηση που ήθελαν το Ιράκ να σχεδιάζει περαιτέρω τρομοκρατικά χτυπήματα σε αμερικανικό έδαφος.

Ο κύβος ερρίφθη και ο διαβόητος «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» της κυβέρνησης Μπους ήταν πλέον γεγονός: τον Ιανουάριο του 2002, ο πρόεδρος Μπους περιλαμβάνει το Ιράκ στον λεγόμενο «Άξονα του Κακού», δίπλα στο Ιράν και τη Βόρεια Κορέα δηλαδή, υποστηρίζοντας ότι ο Σαντάμ αφενός αναπτύσσει όπλα μαζικής καταστροφής αφετέρου είναι σύμμαχος της τρομοκρατίας…

Αργότερα την ίδια χρονιά, εγκαινιάζονται οι επιτόπιες έρευνες των αξιωματούχων του ΟΗΕ για ύποπτα οπλοστάσια σε διάφορες περιοχές του Ιράκ, παρά το γεγονός ότι λίγες ή και καθόλου ενδείξεις προσκομίστηκαν για την ύπαρξη τέτοιων ζοφερών προγραμμάτων. Παρά ταύτα, στις 20 Μαρτίου 2003, κάτω από το πρόσχημα ότι το Ιράκ διέθετε πράγματι όπλα μαζικής καταστροφής (καλά κρυμμένα προφανώς από τα μάτια των ειδικών του ΟΗΕ!) και ενορχήστρωνε νέες επιθέσεις στις ΗΠΑ, ο στρατιωτικός συνασπισμός των ΗΠΑ εισέβαλε για άλλη μια φορά στο Ιράκ.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, τόσο η στρατιωτική όσο και η πολιτική ηγεσία του Ιράκ είχαν ανατραπεί: στις 9 Απριλίου 2003 έπεσε η Βαγδάτη, με τον Σαντάμ Χουσεΐν βέβαια να διαφεύγει συνεχώς τη σύλληψη…

Σύλληψη, δίκη και εκτέλεση: οι τελευταίες ώρες του Σαντάμ

Στους μήνες που ακολούθησαν, οι Αμερικανοί εγκαινίασαν μια ιδιότυπη σταυροφορία για την ανεύρεση του Σαντάμ. Παρά το γεγονός ότι ο πάλαι ποτέ δικτάτορας κρυβόταν καλά, αυτό δεν τον εμπόδισε να κυκλοφορήσει μια σειρά από ηχητικά ντοκουμέντα στα οποία κατήγγειλε τους εισβολείς του Ιράκ και καλούσε τον λαό του σε αντίσταση.

Τελικά, στις 13 Δεκεμβρίου 2003, ο Σαντάμ βρέθηκε να κρύβεται σε ένα μικρό υπόγειο καταφύγιο κοντά σε φάρμα στη γενέτειρά του, το Τικρίτ. Από κει, μεταφέρθηκε στην αμερικανική βάση της Βαγδάτης, όπου και παρέμεινε μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004, όταν και παραδόθηκε επισήμως στην προσωρινή ιρακινή κυβέρνηση για να δικαστεί για τα εγκλήματά του κατά της ανθρωπότητας.

Στη δίκη που ακολούθησε, ο φιλοπόλεμος κατηγορούμενος προκάλεσε ηχηρά την εξουσία του δικαστηρίου και προέβη σε μια σειρά από ομολογουμένως παράξενες δηλώσεις. Όπως και αν έχει, στις 5 Νοεμβρίου 2006 ο Σαντάμ κρίθηκε ένοχος για εγκλήματα πολέμου και καταδικάστηκε σε θάνατο, απόφαση που επικύρωσε το εφετείο της χώρας έπειτα από την έφεση των συνηγόρων του δικτάτορα.

Κι έτσι στις 30 Δεκεμβρίου 2006 γράφηκε το άδοξο τέλος του Σαντάμ Χουσεΐν: ο ιρακινός ηγέτης κρεμάστηκε σε ιρακινή βάση στη Βαγδάτη, παρά την παράκλησή του να εκτελεστεί.

Κατόπιν ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του (31 Δεκεμβρίου 2006), κλείνοντας έτσι ένα μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας του Ιράκ…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr