Σε υψηλούς τόνους και έντονη αντιπαράθεση μεταξύ του υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια και του πρώην υπουργού Ανδρέα Ξανθού, ξεκίνησε στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, η συζήτηση του νομοσχεδίου, με κυρώσεις ΠΝΠ, που αφορούν τα υπουργεία Οικονομικών για την προστασία της πρώτης κατοικίας Υγείας και Περιβάλλοντος με επείγουσες ρυθμίσεις.

Αφορμή για την αντιπαράθεση στάθηκε η κατάθεση στην αρχή της συνεδρίασης από τον υπουργό Υγείας, Βασίλη Κικίλια, πολυσέλιδου πορίσματος για το ΚΕΘΕΑ Θεσσαλονίκης και το πρόγραμμα Θησέας στις φυλακές Διαβατών στο οποίο γίνεται λόγος για ύπαρξη «παρακυκλώματος», ενώ καταγγέλλονται οικονομικές ατασθαλίες και αδιαφανείς διαδικασίες. Στο ίδιο πόρισμα γίνεται λόγος για εμπόρους ναρκωτικών που εμφανίζονται ως χρήστες και έτσι εντάσσονται στο πρόγραμμα για να αποφυλακιστούν.

Ο κ. Κικίλιας έκανε λόγο για «καταιγιστικές εξελίξεις που έρχονται» και είπε χαρακτηριστικά ότι η προηγούμενη διοίκηση όρισε πριν ενάμιση χρόνο μια Ομάδα Εργασίας στην οποία συμμετείχαν εργαζόμενοι για να διεξάγει έρευνα. Και ενώ από τον Ιούνιο του 2019 πήρε στα χέρια της το πόρισμα με τις καταγγελίες για τη λειτουργία ενός «παρακυκλώματος», δεν το έστειλε στον εισαγγελέα.

«Ενώ καταγγέλλονται στο πόρισμα οικονομικές ατασθαλίες, αδιαφανείς διαδικασίες, παράνομες αποφυλακίσεις ναρκεμπόρων δεν έκανε τίποτα», ανέφερε ο κ. Κικίλιας και ζήτησε να κληθεί στη συνεδρίαση για να δώσει εξηγήσεις η προηγούμενη διοίκηση του ΚΕΘΕΑ.

Στο πόρισμα αναφέρονται μεταξύ άλλων: οριακή νομιμότητα χρήσης ναρκωτικών ουσιών, διοικητικές υπερβάσεις και ατασθαλίες στη λειτουργία του προγράμματος, πιθανή λειτουργία παρακυκλώματος με εμπλοκή σωφρονιστικών υπαλλήλων και δικηγόρων, παράνομα ευεργετήματα σε ναρκέμπορους, αδιαφανείς διαδικασίες, απώλεια υπολογιστών και δίσκων, παθητική αποδοχή καταστάσεων από το προσωπικό και έλλειψη παραστατικών.

«Η κατάχρηση εξουσίας, το κλίμα ανασφάλειας, η αδιαφάνεια και τα υποσυστήματα που λειτουργούσαν ήταν απολύτως εμφανή και εύκολα εντοπίσιμα, και είναι το κρίσιμο στοιχείο της συνολικής απαξίωσης των θεσμών. Η χαλαρότητα στο ΚΕΘΕΑ Θεσσαλονίκης για το πρόγραμμα Θησέας αντικατοπτρίζει και τη διοικητική ανεπάρκεια», τόνισε ο κ. Κικίλιας. Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Εμείς στηρίζουμε το δημόσιο χαρακτήρα του ΚΕΘΕΑ και τον ενισχύουμε. Οι καταγγελίες αυτές απαξιώνουν τον Οργανισμό».

Έντονη αντίδραση Ανδρέα Ξανθού

Οι αναφορές του Βασίλη Κικίλια προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του πρώην υπουργού Υγείας και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέα Ξανθού, ο οποίος καταλόγισε σκοπιμότητες για να δικαιολογηθεί η κατάργηση, με ΠΝΠ, του αυτοδιοίκητου του ΚΕΘΕΑ. «Η ΠΝΠ που φέρατε στο νομοσχέδιο βγήκε αρχές Σεπτεμβρίου και επανειλημμένα ζητήσαμε από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας να αιτιολογήσει αυτή τη πράξη για την κατάργηση του αυτοδιοίκητου του ΚΕΘΕΑ. Καμία αιχμή περί ατασθαλιών δεν υπήρξε και καμία απάντηση από τον υπουργό Υγείας.

Όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι είναι μια αυθαίρετη πραξικοπηματική ενέργεια επειδή αντέδρασε όλος ο κόσμος του ΚΕΘΕΑ», υπογράμμισε ο κ. Ξανθός και συμπλήρωσε: «Ο υπουργός Υγείας ξεκίνησε να λέει περί καταιγιστικών εξελίξεων λες και είναι το σκάνδαλο του αιώνα ενάμιση μήνα μετά. Το πόρισμα διατάχθηκε από την τότε διοίκηση που ζήτησε να γίνει εσωτερικός έλεγχος από υπηρεσιακό προσωπικό και αφορά μία από τις 110 δομές ΚΕΘΕΑ».

«Αν υπήρχαν παρατυπίες προφανώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Το θέμα αυτό δεν εισήχθη προς συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο άρα η διοίκηση δεν έχει ευθύνη για την καθυστέρηση», κατέληξε κ. Ξανθός.

Το πόρισμα

Στα συμπεράσματα του πορίσματος του ΚΕΘΕΑ, που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Υγείας Β. Κικίλιας αναφέρονται -μεταξύ άλλων- τα εξής:

  1. Υπήρξε εκτεταμένη και συστηματική χρήση παράνομων ουσιών από προσωπικό και μέλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «στο διάστημα αυτό, ζητήματα που ανέκυπταν σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες, διοικητικές υπερβάσεις, και αστοχίες κλινικού σχεδιασμού, αντιμετωπίστηκαν ως θέματα δευτερεύουσας προτεραιότητας».
  2. Έμποροι ναρκωτικών «βαφτίζονταν» χρήστες προκειμένου να τυγχάνουν των νομικών ευεργετημάτων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και να αποφυλακίζονται. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην έκθεση ως σημαντικό ζήτημα αναδείχθηκε «η έκδοση βεβαιώσεων σε μέλη που παράτυπα εντάχθηκαν στο Πρόγραμμα (γιατί προφασιζόμενα πρόβλημα εξάρτησης εντάσσονταν στη θεραπευτική διαδικασία) αλλά και κυρίως η χρήση νομικών ευεργετημάτων σε μέλη του Προγράμματος και απόφοιτους που χρησιμοποιούσαν το Πρόγραμμα χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα με τη χρήση ουσιών». Μάλιστα όπως αναφέρεται στην έκθεση, έφτασε να αμφισβητείται δημόσια η αξία των βεβαιώσεων που εκδίδει το ΚΕΘΕΑ, ενώ γίνεται λόγος και «παρακύκλωμα» που μπορεί να συνδεόταν με δικηγόρους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και στελέχη του οργανισμού. «Η αίσθηση έλλειψης προστασίας από το προσωπικό, οι ασαφείς διαδικασίες και τα κριτήρια για τις προϋποθέσεις ένταξης στη ΘΚ στα Διαβατά, είναι προφανές ότι διακυβεύουν τους θεραπευτικούς στόχους του προγράμματος και συμβάλλουν στην αλλοίωση του κύρους του Οργανισμού», αναφέρουν τα μέλη της ομάδας εργασίας στην ίδια παράγραφο.
  3. Στην έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης των παρανομιών και ατασθαλιών που καταγράφονται από την ομάδα εργασίας, καθώς όπως σημειώνουν: «έχουν με βεβαιότητα τεκμηριωθεί: η απώλεια υπολογιστών με στοιχεία μελών, απώλεια υπολογιστών που χρησιμοποιούνταν από πρόσωπα-κλειδιά, απώλεια δίσκων αποθήκευσης, έλλειψη παραστατικών από συναλλαγές, αλλά και ασυνήθιστες προσφορές προς το Πρόγραμμα στη φυλακή».
  4. Στο πόρισμα γίνεται επίσης λόγος για κατάχρηση εξουσίας, κλίμα ανασφάλειας, αποφάσεις που δεν προκύπτουν ως αποτέλεσμα των θεσμοθετημένων διαδικασιών, αδιαφάνεια στις συνεργασίες και υποσυστήματα μεταξύ των εργαζομένων που ανέπτυσσαν γενικευμένα συναισθήματα φόβου και καχυποψίας. Επίσης αναφέρεται «ότι δεν υπάρχει κανενός είδους εμπιστοσύνη στο σύστημα σε κάθε εκδοχή δραστηριότητας. Το σύνολο σχεδόν των εμπλεκομένων δε πιστεύει ότι υπάρχει διέξοδος και διαφορετική προοπτική».
  5. Τέλος στην έκθεση γίνεται ειδική αναφορά στην προσπάθεια συγκάλυψης, καθώς αναφέρεται διαδικασία που διατυπωνόταν από στοιχεία ιδιότυπου εφησυχασμού που κατέληγε στο «ό,τι συνέβη τελείωσε… τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, χωρίς να εκλαμβάνονται ως σημαντικά και κρίσιμα ανασταλτικά σημεία, οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους, μεταξύ μελών του προσωπικού και μελών, η χρήση παράνομων ουσιών από εργαζόμενους στο Πρόγραμμα».