Η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος αποτελεί κεντρική κυβερνητική προτεραιότητα, δήλωσε η υφυπουργός Εργασίας, αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου, μιλώντας στο συνέδριο του Economist. Στο πλαίσιο της ομιλίας της, η κ. Μιχαηλίδου αναφέρθηκε εκτενώς στα μέτρα -είτε επιδοματικού είτε αναπτυξιακού χαρακτήρα- που λαμβάνει η κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της δημογραφικής κρίσης στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ωστόσο, ότι τα επιδοματικά μέτρα από μόνα τους δεν αποτελούν ικανή συνθήκη για να αντιστρέψουν ολοκληρωτικά τη διαμορφωθείσα κατάσταση.

Συγκεκριμένα, η κ. Μιχαηλίδου δήλωσε ότι θεσπίζεται στη χώρα μας το επίδομα γέννας, ύψους 2.000 ευρώ, το οποίο θα χορηγείται από την 1η Ιανουαρίου 2020. «Λαμβάνοντας υπόψη την ανασφάλεια στην αγορά εργασίας και τους χαμηλούς μισθούς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σε αρκετές περιπτώσεις τα έξοδα της γέννας λειτουργούν ως ανασχετικός παράγοντας, για να προχωρήσει ένα ζευγάρι στη διαδικασία της τεκνοποίησης, το οποίο πολλές φορές χρειάζεται οικονομική βοήθεια για τη γέννα» εξήγησε η υφυπουργός Εργασίας, τονίζοντας ουσιαστικά ότι το επίδομα γέννας θα λειτουργεί προτρεπτικά.

Παράλληλα, η κ. Μιχαηλίδου υπογράμμισε ότι μειώνεται ο συντελεστής ΦΠΑ στα βρεφικά είδη από το 24% στο 13%, αυξάνεται το αφορολόγητο στα 1.000 για κάθε παιδί και καταργείται ο φόρος πολυτελούς διαβίωσης για το εξαθέσιο και άνω επιβατικό ΙΧ, το οποίο χρησιμοποιούν για την ασφαλή οικογενειακή μεταφορά, κυρίως, οι πολύτεκνες οικογένειες.

Τέλος, η υφυπουργός Εργασίας χαρακτήρισε ως ένα ισχυρό αναπτυξιακό εργαλείο τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, σημειώνοντας ότι στόχος είναι να μην μείνει κανένα παιδί εκτός των βρεφονηπιακών. Όπως είπε, οι μελέτες καταδεικνύουν ότι τα οφέλη είναι πολλαπλασιαστικά για το παιδί, όσο πιο μικρό εντάσσεται σε βρεφονηπιακό σταθμό, ενώ, ταυτόχρονα, ενισχύεται και ο ρόλος της γυναίκας, καθώς με αυτόν τον τρόπο έχει τη δυνατότητα να παραμείνει εντός της αγοράς εργασίας.

Πώς θα δίνεται, τα κριτήρια για τη χορήγηση

Σε παλιότερες δηλώσεις της, η κ. Μιχαηλίδου είχε διευκρινίσει πως θα μπουν εισοδηματικά κριτήρια, ωστόσο αυτά δεν θα αποκλείουν τη μεγάλη μάζα των πολιτών, καθώς το νέο επίδομα δεν είναι προνοιακού αλλά δημογραφικού χαρακτήρα.

Ειδικότερα:

  • Για μονογονεϊκή οικογένεια το ύψος του εισοδήματος δεν πρέπει να ξεπερνά τις 40.000 ευρώ
  • Για ζευγάρια, το συνολικό ύψος του εισοδήματος τους θα πρέπει να είναι ως 60.000 ευρώ
  • Για κάθε τέκνο, το οποίο ήδη βρίσκεται στην οικογένεια, το εισοδηματικό όριο προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ. Έτσι, αν ένα ζευγάρι, που έχει ήδη 2 παιδιά, φέρει στον κόσμο ένα ακόμα, για να πάρουν τις 2.000 ευρώ, το εισόδημα τους δεν πρέπει να ξεπερνά τις 80.000 ευρώ.

Με βάση το τελευταίο στατιστικό Δελτίο της ΑΑΔΕ, τα ζευγάρια χωρίς παιδιά με εισόδημα ως 60.000 ευρώ, ανέρχονται σε 1.382.327 και αποτελούν εν δυνάμει το κοινό στο οποίο απευθύνεται το επίδομα.

Όπως είχε διευκρινίσει η υφυπουργός, οι 2.000 ευρώ θα καταβάλλονται σε 2 δόσεις: η πρώτη δόση με τη γέννηση του και η δεύτερη σε έξι μήνες από τη γέννηση του. Φυσικά, το επίδομα αφορά σε κάθε νεογέννητο, συνεπώς αν πρόκειται π.χ. για δίδυμα τότε μιλάμε για 4.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, κάθε χρόνο καταγράφονται 85.000- 90.000 γεννήσεις, ενώ το «καθαρό» δημοσιονομικό κόστος του νέου επιδόματος έχει υπολογιστεί σε 120 εκατ. ευρώ.