Περίπου το 50% των νέων δημοσιονομικών μέτρων για το 2013 και το 2014 αφορά σε περικοπές μισθών και συντάξεων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παρατηρητηρίου του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).

Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο Εργασίας, από τα περίπου 13,5 δισ. ευρώ, των μέτρων που έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα, αναμένεται να εξοικονομηθούν 5,2 δισ. ευρώ από συντάξεις και 1,4 δισ. ευρώ από μισθούς.

Ο κύριος όγκος των μέτρων θα λάβει χώρα το 2013, οπότε έχει προγραμματιστεί να γίνει η περικοπή των 4,7 δισ. ευρώ από τα 5,2 που αφορούν συνταξιοδοτικές δαπάνες, καθώς και των 1,2 δισ. ευρώ από τα 1,4 που αφορούν μισθολογικές δαπάνες. Τα ποσά που αναμένεται να εξοικονομηθούν από τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα ανέρχονται σε μόλις 3,8 δισ. ευρώ, ενώ σημαντικές είναι οι μειώσεις που αφορούν τις δαπάνες σε υγεία, εκπαίδευση και κοινωνικά επιδόματα.

Με βάση τις προβλέψεις της τελευταίας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα θα μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2015. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, για να συμβεί αυτό πρέπει αφενός να εφαρμοστούν πλήρως τα μέτρα που έχουν ήδη συμφωνηθεί και αφετέρου το 2015 και το 2016 να ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα ύψους 3,4 μονάδων του ΑΕΠ (ή 6,6 δισ. ευρώ), τα οποία δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί.

Ακόμη, για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης από το 2014, θα πρέπει: α) τα νέα μέτρα λιτότητας να μην επηρεάσουν σημαντικά την κατανάλωση, β) να πραγματοποιηθεί μεγάλος όγκος επενδύσεων, γ) να αυξηθεί η χορήγηση δανείων από τις τράπεζες και δ) η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία να ανακάμψουν προκειμένου να καταστεί εφικτή η αύξηση των εξαγωγών.

Το Ινστιτούτο εργασίας θεωρεί τις παραδοχές στις οποίες έχει βασιστεί το πρόγραμμα «εύθραυστες» και εκφράζει φόβους, ότι μια όξυνση της ύφεσης θα επηρεάσει δυσμενώς τα έσοδα της κυβέρνησης, οπότε θα απαιτηθούν από την τρόικα επιπρόσθετα μέτρα ακόμη και πριν από το 2015.

Εκτιμά επίσης ,ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο παρά τη μείωση που υπέστη λόγω της πρόσφατης διαδικασίας επαναγοράς και προβλέπει ότι το χρέος θα είναι στο 131% το 2020.

Σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, ο αποπληθωρισμός έχει την τάση να αυξάνει την πραγματική αξία των τόκων που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αναδιανέμοντας το παραγόμενο εισόδημα προς όφελος των τραπεζών. Κατά τα επόμενα χρόνια η μείωση των ονομαστικών απολαβών ανά εργαζόμενο θα είναι αρκετά υψηλότερη από τη μείωση των τιμών και η αγοραστική δύναμη των μισθών θα συνεχίσει να συρρικνώνεται. Ανάκαμψη στο εισόδημα και στην κατανάλωση των νοικοκυριών αναμένεται να υπάρξει από το 2015 και μετά.

Τέλος, το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ θεωρεί ότι «η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν λογικότερο να επικεντρωθεί σχεδόν εξολοκλήρου στη συλλογή φορολογικών εσόδων, με έμφαση στην αύξηση των άμεσων φόρων μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής, παρά στη συρρίκνωση των δημοσιονομικών δαπανών και ιδιαίτερα αυτών που αφορούν συντάξεις, μισθούς και κοινωνικά επιδόματα».

Τονίζει ακόμη, ότι τα τελευταία δύο χρόνια ο ρυθμός χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα της ελληνικής οικονομίας ήταν αρνητικός και εκτιμά ότι «η εφαρμογή πολιτικών που θα επαναφέρουν το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης σε θετικό πρόσημο αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της οικονομικής αστάθειας στην Ελλάδα».