Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι αποφασισμένος να μεταθέσει μια ενδεχόμενη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους για το 2018 με σκοπό να αποφύγει μια απόφαση του γερμανικού κοινοβουλίου.

Στην επιστολή, το υπουργείο του κ. Σόιμπλε φέρεται να αναφέρει πως είναι διατεθειμένο να κάνει υποχωρήσεις απέναντι στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για βαθιά αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, μετά τις γερμανικές κάλπες.

Σε εμπιστευτικό έγγραφο προς το γερμανικό κοινοβούλιο το υπουργείο Οικονομικών διαμηνύει ότι προτίθεται να καταστήσει βιώσιμο το ελληνικό χρέος. «Προϋπόθεση η πλήρη εφαρμογή του προγράμματος μέχρι το 2018», σημειώνεται στο έγγραφο, το οποίο επικαλείται η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.

Σύμφωνα πάντα με την οικονομική εφημερίδα ο Β. Σόιμπλε είναι έτοιμος να συμφωνήσει σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, όμως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Ο λόγος είναι προφανής: Οποιαδήποτε αλλαγή εντός του τρέχοντος προγράμματος απαιτεί απόφαση της ολομέλειας του γερμανικού κοινοβουλίου. Σε περίπτωση όμως που η ελάφρυνση μετατεθεί για το 2018 τότε χρειάζεται απλά απόφαση της επιτροπής προϋπολογισμού του γερμανικού κοινοβουλίου. Επίσης στο τέλος του 2017 θα γίνουν εκλογές στη Γερμανία.

Το αγκάθι είναι ωστόσο ότι το ΔΝΤ επιμένει σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους εντός του τρέχοντος προγράμματος. Κατά συνέπεια η διαφωνία για το χρονικό σημείο της ελάφρυνσης κρίνεται καθοριστική, όπως καθοριστικό είναι και το ύψος της ελάφρυνσης. Η πρόταση του ΔΝΤ για «πάγωμα» των επιτοκίων των πιστώσεων που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα, για 40 χρόνια στο 1,5% απορρίπτεται από την ευρωζώνη. Ωστόσο υπάρχει διάθεση για συμβιβασμό με το Ταμείο. Ενόψει του επόμενου τακτικού Eurogroup στις 24 Μαΐου «επικρατεί αισιοδοξία για συμφωνία», δηλώνουν ευρωπαίοι διπλωμάτες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Β. Σόιμπλε επιθυμεί διακαώς την παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής. Στο εμπιστευτικό έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η «συμμετοχή του Ταμείου κρίνεται απαραίτητη», αλλά και ότι «θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που θα διασφαλίσουν μια συμμετοχή».