Προχωρημένες είναι, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, οι συζητήσεις μεταξύ των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών για τη μερική ή και στοχευμένη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις. Ο εν λόγω μηχανισμός, που θεσμοθετήθηκε το 2016 με τον νόμο Κατρούγκαλου, έχει εξελιχθεί σε τροχοπέδη για την απόδοση των ετήσιων αυξήσεων σε ένα σημαντικό μέρος των συνταξιούχων.
Η πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι ακολουθεί το μοντέλο που εφαρμόστηκε στον δημόσιο τομέα το 2024, όταν μέσω της νέας μισθολογικής πολιτικής η προσωπική διαφορά εξαλείφθηκε σταδιακά για χιλιάδες υπαλλήλους. Σκοπός είναι να αποκατασταθεί η ομαλή μετάβαση στις ετήσιες αυξήσεις και να ενισχυθεί η διαγενεακή ισότητα, χωρίς να διαταραχθούν οι βασικές ισορροπίες του ασφαλιστικού συστήματος.
Το σενάριο που εξετάζεται
Η πρόταση –που βρίσκεται σε τεχνική επεξεργασία– προβλέπει την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς μέχρι ενός ποσού, π.χ. 100 ευρώ. Το ποσό αυτό ενδέχεται να διαφοροποιείται ανάλογα με το ύψος της σύνταξης ή της προσωπικής διαφοράς κάθε συνταξιούχου. Το σχήμα έχει διπλή στόχευση: αφενός να ξεπαγώσουν οι συντάξεις όσων έμειναν εκτός αυξήσεων επί επτά χρόνια και αφετέρου να μην αυξηθεί υπέρμετρα το δημοσιονομικό κόστος, διατηρώντας τον συμψηφισμό των υψηλότερων προσωπικών διαφορών με τις ετήσιες αυξήσεις.
Το νέο σύστημα αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή εντός του 2026, οπότε αλλάζει και ο μηχανισμός υπολογισμού των αυξήσεων: αυτές δεν θα συνδέονται πλέον με τον πληθωρισμό αλλά με την αύξηση του μέσου μισθολογικού κόστους, εξέλιξη που θεωρείται περισσότερο εναρμονισμένη με τη μακροοικονομική δυναμική.

Οι ωφελούμενοι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις
Η ρύθμιση αφορά περίπου 450.000 συνταξιούχους, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν έχουν δει καμία πραγματική αύξηση στο καθαρό τους εισόδημα λόγω της προσωπικής διαφοράς. Αν εφαρμοστεί η μερική κατάργηση μέχρι τα πρώτα 100 ευρώ, αναμένεται οι εν λόγω συνταξιούχοι να λάβουν για πρώτη φορά αύξηση μετά από πολλά χρόνια.
Με δεδομένο ότι το 2024 η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώθηκε στα 232 ευρώ ανά συνταξιούχο, το κόστος εφαρμογής του μέτρου εκτιμάται στα 200 εκατ. ευρώ ετησίως. Ωστόσο, το οικονομικό επιτελείο θεωρεί πως το ποσό αυτό μπορεί να καλυφθεί από την αύξηση των εσόδων στις ασφαλιστικές εισφορές – αποτέλεσμα τόσο της ανόδου της απασχόλησης όσο και της αύξησης του αριθμού των εργαζόμενων συνταξιούχων, οι οποίοι πλέον υπόκεινται σε κρατήσεις.
Το πρόβλημα της προσωπικής διαφοράς
Η προσωπική διαφορά θεσπίστηκε το 2016 για να αποτραπούν μεγάλες μειώσεις στους παλαιούς συνταξιούχους κατά την εφαρμογή του νέου τρόπου υπολογισμού. Στην πράξη, όμως, λειτουργεί ανασταλτικά στις μελλοντικές αυξήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα συνταξιούχου με σύνταξη 1.500 ευρώ, εκ των οποίων τα 400 αποτελούν προσωπική διαφορά. Ο εν λόγω συνταξιούχος δεν θα δει αύξηση έως ότου η ετήσια αναπροσαρμογή καλύψει πλήρως αυτό το ποσό – κάτι που με ρυθμό αύξησης 2,4% ετησίως απαιτεί έως και 13 χρόνια.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η προσωπική διαφορά συμψηφίζεται με τις μελλοντικές αυξήσεις και δεν αποτελεί αυτόνομο βοήθημα. Ως αποτέλεσμα, η αύξηση για τον δικαιούχο παραμένει «αόρατη» για χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το αίσθημα ισονομίας και δικαιοσύνης.
Πολιτικό μήνυμα και επόμενα βήματα
Η κυβέρνηση δείχνει πρόθυμη να υιοθετήσει μία λύση που θα συνδυάζει κοινωνική ανταποδοτικότητα και δημοσιονομική ισορροπία. Στελέχη των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών επισημαίνουν ότι ακόμη και μια περιορισμένη παρέμβαση στέλνει πολιτικό μήνυμα στους συνταξιούχους που επηρεάστηκαν δυσανάλογα από τις περικοπές της προηγούμενης δεκαετίας.
Προς το παρόν, η πρόταση εξετάζεται σε τεχνικό επίπεδο, με το υπουργείο Οικονομικών να προχωρά σε κοστολόγηση και ανάλυση επιπτώσεων ενόψει του Προϋπολογισμού 2026 και του νέου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής.