Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μια μάλλον πρωτοφανή σε έκταση κρίση στέγασης που, αν και λιγότερο ορατή από άλλες μορφές κρίσης, επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητα των πολιτών, την κοινωνική συνοχή, αλλά και τις δυνατότητες της χώρας να συγκρατήσει νέους ανθρώπους, να ενισχύσει την οικογένεια και να διασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Η προσφορά στέγης βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών, την ίδια στιγμή που οι ανάγκες αυξάνονται ραγδαία – ποσοτικά, ποιοτικά και κοινωνικά.

Η διαθεσιμότητα κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση μειώνεται δραματικά, ενώ οι τιμές πώλησης και ενοικίασης ακολουθούν συνεχή ανοδική πορεία. Το αποτέλεσμα είναι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, κυρίως νεότερης ηλικίας και χαμηλότερου ή μεσαίου εισοδήματος, να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο βασικό κόστος διαβίωσης: τη στέγη. Η αδυναμία αυτή δεν περιορίζεται μόνο στις μεγάλες πόλεις, αλλά παρατηρείται πλέον και σε τουριστικές περιοχές, μικρές επαρχιακές πόλεις και νησιά, όπου το στεγαστικό δυναμικό απορροφάται από τη βραχυχρόνια μίσθωση και τις υψηλές απαιτήσεις του τουρισμού.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η κυβερνητική πολιτική έχει αναγνωρίσει την ανάγκη για μια μεγάλη στροφή: το πρόβλημα δεν είναι απλώς η αύξηση της ζήτησης, αλλά κυρίως η ελλιπής προσφορά κατοικιών, η οποία έχει παραμείνει στάσιμη για σχεδόν μία δεκαετία, μετά την κρίση του 2009 και τη μετέπειτα οικονομική ύφεση.

Στρατηγικός στόχος: η ενίσχυση της προσφοράς

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, έχει επισημάνει ότι η στεγαστική πολιτική αποτελεί βασική κυβερνητική προτεραιότητα. Η σχετική στρατηγική βασίζεται σε πέντε παρεμβάσεις με στόχο τη διευκόλυνση της οικοδομικής δραστηριότητας, την ενεργοποίηση αδρανούς κτιριακού αποθέματος, την προσφορά κοινωνικής κατοικίας και την ενίσχυση της προσβασιμότητας των πολιτών σε προσιτές λύσεις στέγασης.

Κατοικία

Πρωτοβουλίες όπως η αναθεώρηση του θεσμού της κοινωνικής αντιπαροχής, η ενεργοποίηση προγραμμάτων όπως το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω», το «Εξοικονομώ», και η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, συνιστούν θετικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι τα νέα μοντέλα κοινωνικής στέγασης, όπως το «rent to own», επιχειρούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στη μίσθωση και την ιδιοκατοίκηση, προσφέροντας ευελιξία και προοπτική.

Ταυτόχρονα, η δημιουργία φορέα κοινωνικής κατοικίας και ηλεκτρονικού μητρώου δικαιούχων επιδιώκει να θεσπίσει διαφάνεια και αξιοκρατία στην κατανομή των διαθέσιμων κατοικιών, ενώ παράλληλα αναβαθμίζεται η ρυθμιστική λειτουργία του κράτους στην αγορά ακινήτων.

Το στεγαστικό έλλειμμα: αριθμοί που μιλούν

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Ο ρυθμός ανέγερσης νέων κατοικιών στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλός σε σχέση με την περίοδο προ της κρίσης, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των υφιστάμενων ακινήτων είναι παλαιάς κατασκευής, με ανεπαρκή ενεργειακή απόδοση και πολλές φορές χωρίς δυνατότητα εύκολης ανακαίνισης. Οι μεταβιβάσεις ακινήτων αυξάνονται, αλλά αφορούν κυρίως αγορές επενδυτικού χαρακτήρα ή τουριστικής εκμετάλλευσης. Το πραγματικό στεγαστικό έλλειμμα συνεχίζει να διευρύνεται.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 2024 καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ ξένων επενδύσεων στον τομέα των ακινήτων, ύψους 2 δισ. ευρώ. Όμως, το ερώτημα παραμένει: σε ποιο βαθμό αυτές οι επενδύσεις ενισχύουν την προσφορά κατοικιών για μακροχρόνια χρήση από Έλληνες πολίτες ή μόνιμους κατοίκους; Η αύξηση της αξίας των ακινήτων δεν αρκεί, αν δεν συνοδεύεται από ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση του διαθέσιμου αποθέματος κατοικιών.

Πολεοδομία και θεσμικό πλαίσιο

Για την ουσιαστική επιτάχυνση της προσφοράς στέγης απαιτείται όχι μόνο οικοδομική δραστηριότητα, αλλά και ρυθμιστικός εκσυγχρονισμός. Η εκπόνηση Τοπικών και Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, η αναθεώρηση του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), η διευκόλυνση των διαδικασιών αδειοδότησης και η ενίσχυση της διαφάνειας μέσω ψηφιακών εργαλείων είναι προϋποθέσεις για να υλοποιηθούν νέες επενδύσεις και παρεμβάσεις με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.

Παράλληλα, η σύσταση μόνιμης διυπουργικής επιτροπής για το στεγαστικό ζήτημα και η λειτουργία παρατηρητηρίου τιμών και απορρόφησης προγραμμάτων, μπορούν να διασφαλίσουν ότι οι δράσεις παραμένουν συντονισμένες, τεκμηριωμένες και μετρήσιμες ως προς τον κοινωνικό τους αντίκτυπο.

Η στέγη ως θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής

Ακίνητα

Το πρόβλημα της στέγασης δεν είναι τεχνικό ή απλώς οικονομικό – είναι βαθύτατα κοινωνικό. Η αδυναμία εύρεσης αξιοπρεπούς και προσιτής κατοικίας λειτουργεί ως τροχοπέδη για τη δημιουργία οικογένειας, την επιστροφή νέων από το εξωτερικό, την ενίσχυση της περιφέρειας, ακόμη και για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της αστεγίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αντιμέτωπες με παρόμοιες προκλήσεις, έχουν προχωρήσει σε μαζικά στεγαστικά προγράμματα κοινωνικού και προσιτού χαρακτήρα.

Στην Ελλάδα, το βάρος της κατοικίας έχει πέσει δυσανάλογα στους ώμους των ιδιωτών, είτε πρόκειται για νέους που αναζητούν το πρώτο τους σπίτι είτε για φοιτητές είτε για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Αυτό δεν είναι βιώσιμο ούτε κοινωνικά ούτε δημοσιονομικά. Χρειάζεται συστηματική δημόσια παρέμβαση και στρατηγική επένδυση στην αύξηση της προσφοράς στέγης.

Το πραγματικό στοίχημα για την ελληνική κοινωνία δεν είναι άλλο από την ουσιαστική, διαρθρωτική και κοινωνικά δίκαιη αύξηση της προσφοράς στέγης. Όλα τα επιμέρους μέτρα –οικονομικά, φορολογικά, πολεοδομικά– αποκτούν νόημα μόνο όταν εντάσσονται σε έναν συνολικό σχεδιασμό με επίκεντρο τον άνθρωπο και την ανάγκη του για σταθερή, ασφαλή, λειτουργική και οικονομικά προσβάσιμη κατοικία.

Η στέγαση είναι κοινωνικό δικαίωμα και εθνική προτεραιότητα. Η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να είναι αποσπασματική. Απαιτεί τόλμη, συνέχεια, κοινωνική ευαισθησία και κυρίως τη βούληση να επενδύσουμε στην ίδια τη ζωή των πολιτών μας. Το σπίτι είναι το πρώτο θεμέλιο για κάθε μορφή ευημερίας. Χωρίς αυτό, όλα τα υπόλοιπα μένουν μετέωρα.