«Λιγότερο αισθητή» θα είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη στην Ανταρκτική σε σχέση με αυτή που προβλεπόταν χάρη στην αύξηση των χιονοπτώσεων, εκτιμούν ερευνητές του εργαστηρίου CNRS στη Γκρενόμπλ.

«Οι προβλέψεις της υπερθέρμανσης θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω κατά 0,5 βαθμούς Κελσίου για το κέντρο της νότιας ηπείρου», τονίζει σήμερα σε ανακοίνωσή του το Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας CNRS, βασιζόμενο σε μελέτες του Εργαστηρίου Μελέτης των Παγετώνων και Γεωφυσικής του Περιβάλλοντος της Γκρενόμπλ και του Πανεπιστημίου Laval του Καναδά.

Οι ερευνητές έδειξαν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας στην Ανταρκτική θα φέρει περισσότερες βροχοπτώσεις και συνεπώς χιόνι, πιο «λευκό», που θα περιορίσει το μέγεθος της κλιματικής αλλαγής στο κέντρο της ηπείρου.

Ενώ λόγω των αυξημένων θερμοκρασιών, η λευκότητα του χιονιού, που απορροφά την ηλιακή ενέργεια, μειώνει και κατά συνέπεια προκαλεί αύξηση των θερμοκρασιών, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το φαινόμενο μπορεί να «αντισταθμιστεί μερικώς από την αύξηση των χιονοπτώσεων».

Χάρη στους δορυφόρους που παρατηρούν την επιφάνεια της Ανταρκτικής, οι ερευνητές έδειξαν ότι τα καλοκαίρια κατά τα οποία σημειώθηκαν ισχυρές χιονοπτώσεις, η λευκότητα του χιονιού δεν άλλαξε σημαντικά και η επιφάνεια καλύφθηκε από λεπτά κομμάτια χιονιού που ανανεώνονταν σε σταθερή βάση.

Στο μέλλον, υπό την επήρεια της υπερθέρμανσης του πλανήτη “μπορούμε να αναμένουμε μια αύξηση της χιονόπτωσης στην Ανταρκτική”, εξηγεί το CNRS.

Στην περίπτωση που η θερμοκρασία της ηπείρου αυξανόταν κατά 3 βαθμούς Κελσίου, η αύξηση της χιονόπτωσης θα αύξαινε επαρκώς τη λευκότητα του χιονιού για να αντισταθμίσει τη μείωσή του που έχει σχέση με την αύξηση των θερμοκρασιών.

«Συνεπώς παρά τη σημαντική υπερθέρμανση στην Ανταρκτική, η λευκότητα του χιονιού θα αλλάξει ελάχιστα σε ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου αυτής».

Η επιστημονική εργασία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature climate change και «θα επιτρέψει να βελτιωθεί κυρίως τρόπος υπολογισμού του χιονιού στα μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη της εξέλιξης του παγκόσμιου κλίματος» επισημαίνει το CNRS.