Μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες του, κατασκεύασε έναν δρόμο μέσα από τα βουνά, που αποδείχθηκε κομβικής σημασίας στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την Κίνα και τη σωτηρία εκατομμυρίων ανθρώπων. Μπορεί ο Γιανγκ Σιαντού να ήταν τότε μόλις 15 ετών, αλλά η συμβολή του σε ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν καθοριστική. Και μπορεί να αφορά την πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη, αλλά σίγουρα στην περίπτωσή του ταιριάζει το «κανείς δεν περισσεύει».

Ο ιαπωνικός στρατός κλιμάκωσε την εισβολή εναντίον των Κινέζων το 1937, μπλοκάροντας τα λιμάνια στις παράκτιες περιοχές της Κίνας και κόβοντας τον σιδηροδρομικό σταθμό Γιουνάν-Βιετνάμ, καθιστώντας έτσι εξαιρετικά δύσκολη την παροχή προμηθειών από τους συμμάχους της προς την Κίνα. Την κρίσιμη αυτή στιγμή, ένας δρόμος ήταν το κλειδί για όλα. Έπρεπε να κατασκευαστεί και κατασκευάστηκε, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Όμως, το καθήκον ήταν πάνω απ’ όλα…

Πρόσφατα στη χώρα τιμήθηκε η 73η επέτειος της νίκης του Πόλεμου Αντίστασης του Κινέζικου Λαού κατά της Ιαπωνικής Επιθετικότητας και του Παγκόσμιου Αντιφασιστικού Πολέμου.

«Δεν γνώριζα τι συμβαίνει, ήμουν πολύ νέος»

Ο Γιανγκ, γεννημένος το 1922, ήταν ο νεότερος από τα τέσσερα παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας που ζούσε γενιές ολόκληρες στο χωριό Λιτσιά στην πόλη Μπαοσχάν. Οι τοπικοί ηγέτες επισκέφθηκαν τότε ένα – ένα τα νοικοκυριά και ζήτησαν από τους χωρικούς να βοηθήσουν στην κατασκευή ενός δρόμου που θα συνέδεε τη Γιουνάν με την τότε Βιρμανία, σημερινό Μιανμάρ. «Ήμουν όμως πολύ νέος για να γνωρίζω τι συμβαίνει», θυμάται ο Γιανγκ.

Καθώς ξεπρόβαλαν οι πρώτες ακτίνες μία κρύα χειμωνιάτικη ημέρα, το μικρό αγόρι ξεκίνησε με τα πόδια κρατώντας δύο ξύλινα κοντάρια. Είχε συσκευάσει τα εργαλεία που περιελάμβαναν μια αξίνα, δύο φαράσια και ένα δρεπάνι, καθώς και τα απαραίτητα για ένα διάστημα δέκα περίπου ημερών -ένα πάπλωμα, ρούχα, καθώς και πατάτες, ρύζι και σταφίδες για φαγητό.

Καθώς περπατούσαν ανάμεσα στην άγρια βλάστηση, τα πόδια τους μπερδεύονταν στα κλαδιά των αμπελιών. Για λόγους ασφαλείας, συνήθως ταξίδευαν μαζί περίπου 50 χωρικοί.

«Για να φτάσουμε στο εργοτάξιο έπρεπε να ανεβούμε απότομα βουνά ύψους 2.000 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, κρατώντας πάνω από 30 κιλά αποσκευές. Ένα ταξίδι που κράτησε μία ολόκληρη ημέρα», διηγείται ο Γιανγκ.

Φθάνοντας στην περιοχή έπρεπε να κατασκευάσουν πρώτα ένα υπόστεγο. Έκοψαν τέσσερα δέντρα για να τα χρησιμοποιήσουν ως θεμέλια και στη συνέχεια έβαλαν φύλλα από μπαμπού για τους τοίχους και την οροφή. Τα μοναδικά αντικείμενα που υπήρχαν στο εσωτερικό ήταν αυτοσχέδια στρώματα από άχυρο που χρησίμευαν ως κρεβάτι.

Όντας ο πιο νέος ηλικιακά εργαζόμενος, τα καθήκοντα του Γιανγκ ήταν τα πιο εύκολα. Κυρίως να σκάβει στην πλαγιά του λόφου και να μεταφέρει πέτρες και χώμα σε πιο λείες επιφάνειες. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, ο δρόμος ήταν γεμάτος χιλιάδες εργαζόμενους – έφηβοι, ενήλικες και ηλικιωμένοι. Ελλείψει προηγμένου εξοπλισμού ή μηχανημάτων, όλα εξαρτώνταν από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Το βράδυ, ο δρόμος ήταν το πιο επικίνδυνο μέρος. Χρησιμοποιώντας σχοινιά, δώδεκα εργαζόμενοι έσερναν μία τεράστια πέτρα για να ισοπεδώσουν το βραχώδες έδαφος.

«Ένας μεγάλος πέτρινος κύλινδρος μπορεί να ζυγίζει αρκετούς τόνους και η ταχύτητά του ήταν δύσκολο να ελεγχθεί, ειδικά στην κατηφόρα. Συχνά η πέτρα κυλούσε και οι εργαζόμενοι έτρεχαν να τη φέρουν πίσω», διηγείται ο Γιανγκ. Όμως, παρά τις κακουχίες και τους κινδύνους κανείς δεν τα παρατούσε. Ακόμα και τις μέρες που έβρεχε καταρρακτωδώς οι εργαζόμενοι συνέχιζαν φορώντας αδιάβροχα φτιαγμένα από άχυρο.

Ένας από τους λίγους που βρίσκονται εν ζωή

Ο Γιανγκ εργάστηκε συνολικά 100 ημέρες, κατασκευάζοντας πάνω από 40 χιλιόμετρα δρόμου. Εκτός από τον Γιανγκ, περίπου 200.000 Κινέζοι συνετέλεσαν σε ένα θαύμα στην ιστορία κατασκευής δρόμων, ολοκληρώνοντας πάνω από 540 χιλιόμετρα σε εννέα μήνες κατά τη διάρκεια του πολέμου, περίπου το ήμισυ του δρόμου των 1.146 χιλιομέτρων Κίνας-Μιανμάρ (γνωστός και ως ο δρόμος της Βιρμανίας). Συνολικά, κατασκευάστηκαν 242 νέες γέφυρες και περίπου 1.800 αγωγοί νερού κατά μήκος του δρόμου.

Από το 1938, φορτηγά και αυτοκίνητα πραγματοποίησαν ατελείωτες διαδρομές στο δρόμο αυτό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κίνας κατά της ιαπωνικής εισβολής περίπου 490.000 τόνοι με προμήθειες από τους δυτικούς συμμάχους έφθασαν από αυτόν το δρόμο, διασχίζοντας βουνά και πόλεις.

Περίπου 80 χρόνια αργότερα, οι περισσότεροι εργάτες έχουν πεθάνει και ο Γιανγκ είναι ένας από τους λιγότερους από 10 εργαζόμενους που ζουν ακόμα. Η ζωή του έχει υποστεί τεράστιες αλλαγές. Το 1980 συνταξιοδοτήθηκε από την Κρατική Υπηρεσία Δασών και σήμερα απολαμβάνει τη σύνταξή του και τα επιδόματα που του χορηγούνται, ύψους περίπου 3.000 γιουάν (439 δολάρια) μηνιαίως. Σε ηλικία 96 χρόνων καθημερινά διαβάζει και παρακολουθεί τηλεόραση. Η οικογένεια του έχει 36 μέλη και ο μεγαλύτερος δισέγγονός του είναι ήδη επτά ετών.

Ζώντας μια ήρεμη και γλυκιά ζωή με την κόρη του σε ένα διώροφο σπίτι στην ύπαιθρο, ο Γιανγκ συχνά διηγείται την ιστορία του στους απογόνους του.

«Η ζωή σήμερα είναι καλύτερη, όμως η ιστορία δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί. Η επιβίωση μου στη διάρκεια του πολέμου με έκανε να αγαπώ ακόμα περισσότερο τη σκληρά αποκτηθείσα ειρήνη περισσότερο από ποτέ», καταλήγει ο Γιανγκ.